Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Αυτός, αυτή, τα τρένα και ο Φρανκ Σινάτρα


Ανοίγει την ξύλινη πόρτα και μπαίνει στο μπαρ. Μέσα σε αυτόν τον, όμορφης αισθητικής, χόρο, είναι μόλις το δεύτερο άτομο. Το πρώτο είναι ο μπάρμαν. Το μαγαζί είναι πολύ μικρό. Ουσιαστικά είναι μόνο μία μπάρα και γύρω από αυτήν, βρίσκονται τα καθίσματα που (δεν) κάθονται οι πελάτες. Κάθεται, παίρνει ένα ουίσκι με ένα πάγο, έτσι ώστε να εξισσοροπήσει την θερμοκρασία σε σχέση με το κρύο που βίωσε, προτού μπει στο μπαρ.

Η ώρα περνάει, χωρίς να κάνει κάτι ουσιαστικό. Λίγες κουβέντες με τον μπάρμαν, χαζολόγημα στο κινητό του, ακρόαση της μουσικής του μπαρ, που αποτελείται από 60ς και 70ς τραγούδια. Δεν υπάρχει κάποιο νόημα σε όλο αυτό. Απλά περνάει σχετικά όμορφα τον χρόνο του. Βρίσκεται σε μία τέτοια γενικότερη κατάσταση η ζωή του. Υπάρχει η καθημερινότητα, η οποία σίγουρα δεν είναι κακή, αλλά από εκεί και πέρα τίποτα άλλο. Κανένα πραγματικά ενεργό όνειρο, κανένας στόχος να πλησιάζει ιδιαίτερα, κανένα πάθος να καταναλώνει τη σκέψη του και τα αισθήματα του. Είναι αλήθεια, ότι δεν έχει πρόβλημα όταν βρίσκεται σε μία τέτοια κατάσταση, το αντίθετο ίσως το έχει και ανάγκη κάποιες φορές, αρκεί να μην παρατραβάει σε βάθος χρόνου. Και έχει αρχίσει κάπως να πλησιάζει στο όριο που η ξεκούραση θα μετατραπεί σε πλήξη.

Κάποια στιγμή η πόρτα του μπαρ ξανανοίγει. Μπαίνει μέσα μία ψηλόλιγνη, θηλυκή φιγούρα. Γνώριμη για αυτόν. Χαιρετιούνται και κάθεται δίπλα του. Είναι ήδη πιωμένη. Αναφέρουν τα νέα τους. Παρ’ότι η γνωριμία τους δεν το δικαιολογεί, αυτή για ακόμα μία φορά είναι πολύ περιγραφική. Βλέπει στα μάτια της, μία ταλαιπωρία, μία κούραση. Σκέφτεται ότι είναι το τίμημα, για την ελευθερία της που κατέκτησε πολύ πρόσφατα. Αντιλαμβάνεται ότι έχει μπροστά του ένα ζωντανό παράδειγμα της ρήσης «μόνο όταν χάνεις τα πάντα, είσαι ελεύθερος να κάνεις οτιδήποτε».

Πάντα υπήρχε μία ιδιαίτερη έλξη, μεταξύ τους. Δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτή ήταν ερωτική ή πνευματική ή και τα δύο. Πέρα όμως από την κοινή παραδοχή της χημείας αυτής, ποτέ δεν προχώρησαν τη γνωριμία τους σε άλλο επίπεδο. Ποτέ δεν μετουσιώθηκε σε κάτι. Ίσως λόγω των συνθηκών ίσως γιατί τελικά δεν το ήθελαν και οι δύο πραγματικά. Ίσως, ασυνείδητα, προτιμούσαν να είναι drink buddies και όχι fuck.

Έτσι και τώρα, ενώ υπήρχε μία διάχυτη αίσθηση φλερτ στην ατμόσφαιρα που παρεμβαλλόταν ανάμεσα τους, ήταν ξεκάθαρο ότι κανένας από τους δύο δεν είχε παρασυρθεί από αυτή. Ίσως κάποιες στιγμές αυτή πλησίαζε στο να αφεθεί και ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του, χωρίς να επιτρέπει όμως να ερμηνευθεί ως κάλεσμα για κάτι άλλο.

Αυτός από την πλευρά του, κάποιες στιγμές νιώθει, μία παρόρμηση να γεννιέται μέσα του. Αλλά γρήγορα την εγκαταλείπει. Ίσως δειλιάζει, ίσως είναι στα πλαίσια αυτής της έλλειψης πάθους που τον έχει κατακλύσει τον τελευταίο καιρό. Αυτή η έλλειψη είναι που τον κάνει να αντιλαμβάνεται ότι κάποιες φορές είναι πολύ καλύτερα να αφήνεις το ποτάμι να ρέει χωρίς εκτροπές, χωρίς πιέσεις, ούτε καν προς τα εμπρός. Ίσως νιώθει ότι προτεραιότητα τις συγκεκριμένες στιγμές, είναι ένα χαμόγελο και όχι ένα φιλί.

Η ώρα πλησιάζει που το μαγαζί θα κλείσει. Έχουν μείνει για λίγα λεπτά σιωπηλοί ανταλλάσοντας βλέμματα που και που. Πίνει μία γουλιά και του εκμυστηρεύεται ότι αυτή είναι η τελευταία της βραδιά σε αυτή την πόλη. Τουλάχιστον ως μόνιμος κάτοικος της. Είναι η πόλη που μεγάλωσε, η πόλη που αγαπά, αλλά αυτό ήταν. Χρειάζεται κάτι άλλο. Αυτός αντιλαμβανόμενος πλήρως το πως νιώθει, μια και έζησε σχετικά πρόσφατα μία παρόμοια εμπειρία, τη ρωτάει τι θέλει να κάνει από εδώ και πέρα. Του απαντά ότι θέλει να αρχίσει να ταξιδεύει με τα τρένα, να γνωρίζει κόσμο μέσα σε αυτά. Και να γράψει ή μάλλον να συνθεσει, ένα βιβλίο το οποίο θα αποτελείται από ιστορίες των ανθρώπων που θα γνωρίζει στα δρομολόγια αυτά. Αν θα μπορούσαν να της τα γράψουν και οι ίδιοι εκείνη την ώρα θα ήταν ακόμα καλύτερα. Κάθε άνθρωπος, κάθε ιστορία και ένα κεφάλαιο. Και στην αρχή ή στο τέλος, δεν ξέρει ακόμα, θα γράψει ένα κεφάλαιο και η ίδια.

Από τα ηχεία του μαγαζιού ακούγεται το “One more for my baby(and one more for the road)”. Είναι το τραγούδι με το οποίο το μπαρ κλείνει κάθε βράδυ. Το γνωρίζουν και οι δύο, όντας τακτικοί θαμώνες. Της προτείνει να χορέψουνε. Δέχεται. Υπό τον όρο να γράψει και αυτός ένα κεφάλαιο για το βιβλίο της.

-Μα δεν είμαστε σε τρένο.
-Είμαστε, απλά δεν το έχεις πάρει χαμπάρι.

Χαμογελάει και με μία χειρονομία την προσκαλεί, επίσημα, σε χορό. Αγκαλιάζονται και ταυτόχρονα, αφήνονται στην φωνή του Φρανκ Σινάτρα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου