Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Η πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης



Άπειρες λέξεις έχουν γραφτεί για την γοητεία της Θεσσαλονίκης. Άλλες αναφέρονται στον τρόπο ζωής της πόλης, άλλες για τους κατοίκους της, άλλες για τα μνημεία και τα αξιοθέατα της, άλλες για το φαγητό της και πάει λέγοντας. Η αλήθεια είναι ότι εγώ προσωπικά σαν Θεσσαλονικιός δεν συνεριζόμουν τόσο πολύ όλα αυτά διθυραμβικά σχόλια, μέχρι την ενηλικίωση μου.

Με το που μετακόμισα, λόγω των σπουδών μου και επειδή μόνο όταν χάνεις κάτι καταλαβαίνεις την αξία του, άρχισα και εγώ να αφουγκράζομαι όλο αυτό το κλίμα υπέρ της πολης. Προσπαθούσα να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνει αυτή την πόλη ελκυστική, από τη στιγμή που σίγουρα δεν είναι ιδιαίτερα φροντισμένη διαχρονικά, από τους κατοίκους και τις αρχές της.

Έχοντας την Ιστορία, ως συχνό οδηγό, για να βγάζω συμπεράσματα γενικά για τη ζωή δεν μπορούσα να μην αρχίσω να ψάχνω ενδελεχώς αυτή της Θεσσαλονίκης. Συνδυάζοντας αυτή την αναζήτηση με τα νυχτοπερπατήματα στους δρόμους της πόλης, έφτασα σε ένα συμπέρασμα ρεαλιστικό και μεταφυσικό ταυτόχρονα. Η γοητεία της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στην πολυπολιτισμικότητα που μέσα από τους αιώνες έχει περάσει στον αέρα της.

Η πόλη ιδρύθηκε το 315 π.Χ. Μόλις 8 χρόνια πριν είχε πεθάνει ο Αλέξανδρος ο Γ’, ο οποίος είχε δημιουργήσει με τις κατακτήσεις του έναν καινούριο παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Σε αυτό το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ο τότε βασιλιάς της Μακεδονίας, Κάσσανδρος, αποφάσισε να ιδρύσει μία πόλη  η οποία θα αποτελούσε το φυσικό λιμάνι του βασιλείου του, που θα επέτρεπε στη Μακεδονική ενδοχώρα να επικοινωνήσει με τα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου.

Στον Ελληνιστικό κόσμο, όπου η κοινή γλώσσα ήταν τα ελληνικά, όπου οι έμποροι επικοινωνούσαν μεταξύ τους χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις διαμάχες των βασιλιάδων, και τα σύνορα άλλαζαν με γρήγορους ρυθμούς, ήταν φυσικό επακόλουθο οι πόλεις-λιμάνια να έχουν ισχυρές κοινότητες εμπόρων που κατάγονταν από τελείως διαφορετικές τοποθεσίες. Έτσι λοιπόν από την αρχή στη Θεσσαλονίκη, πέρα από τους Μακεδόνες, εγκαταστάθηκαν και άλλοι Έλληνες, Ανατολίτες, Αιγύπτιοι, Σύριοι, Ιουδαίοι, Φοίνικες και άλλα.

Τα πράγματα δεν διαφοροποιήθηκαν ούτε την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της οποίας η Θεσσαλονίκη είχε αναδειχθεί σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της. Αντίθετα εντάθηκαν καθώς η πολυπολιτισμικότητα άρχισε να εκφράζεται και μέσω της θρησκείας. Η πόλη φιλοξενούσε ναούς και εκκλησίες αφιερωμένες στο Δωδεκάθεο καθώς και στις πολύ διαδεδομένες τότε Αιγυπτιακές θεότητες. Σύντομα υποδέχτηκε και τον Χριστιανισμό, αν και ο Γαλέριος που έκανε την Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα της επικράτειας του, προέβη σε διωγμούς εναντίον τους.

Η πολυπολιτισμική φύση της πόλης θα μπορούσε να αλλάξει επί Βυζαντινών χρόνων, αν οι ίδιοι οι Ρωμιοί σαν κοινωνικό σύνολο δεν ήταν και αυτοί αποτέλεσμα παντρέματος διαφορετικών λαών και παραδόσεων. Η ανοχή σε διαφορετικές θρησκείες σίγουρα περιορίζεται, έως εκμηδενίζεται για αρκετούς αιώνες, αλλά από τον 10ο αιώνα και μετά οι αντιστάσεις αυτές κάμπτονται, καθώς το εμπόριο αρχίζει ξανά να ακμάζει ιδιαίτερα στους λαούς της Μεσογείου. Η Θεσσαλονίκη ως μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της, δεν θα μπορούσε να μην αποτελεί κέντρο διερχομένων εμπόρων καθώς και μόνιμα εγκατεστημένων αντιπροσώπων, κυρίως Ιταλών. Ταυτόχρονα πολλοί λαοί των Βαλκανίων(Σέρβοι, Βούλγαροι) που ήταν Ρωμιοί υπήκοοι, για να γλιτώσουν επιδρομές φύλων που περνούσαν τον Δούναβη, έβρισκαν ασφάλεια μέσα στα τείχη της. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον 12ο η πόλη φαίνεται να ξεπερνούσε τους 150.000 κατοίκους, την ίδια έποχη που η πρωτεύουσα της Αγγλίας, Λονδίνο είχε 30.000, η αντίστοιχη της Γαλλίας, Παρίσι είχε 50.000. Στην πόλη αναπτύχθηκαν ιδέες, επηρεασμένες από άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις, με μεγαλύτερο παραδείγμα το κίνημα των Ζηλωτών που η απαρχή του ήταν ξεκάθαρα επηρεασμένη από τα αντίστοιχα κινήματα των πόλεων της Φλάνδρας και στη συνέχεια περιείχε πολλά προσοσιαλιστικά στοιχεία.

Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατέλαβε την πόλη, αυτή βρισκόταν σε παρακμή. Ο διωγμός των Εβραίων της Ισπανίας, ήταν το κατάλληλο δώρο στον τότε Σουλτάνο για να προσφέρει σωτηρία για αυτούς και ανάσα ζωής για την Θεσσαλονίκη. Κάπως έτσι ονομάστηκε και μητέρα του Ισραήλ καθώς από τότε και μέχρι τον 20ο αιώνα η πολυπληθέστερη κοινότητα της πόλης ήταν η Εβραϊκή. Αν και επι Οθωμανών, η πόλη δεν έφτασε ποτέ τα επίπεδα του διεθνούς κύρους που είχε επί Βυζαντίου, παρέμεινε σημαντική μητρόπολη (και) για αυτό το πολυπολιτισμικό κράτος.

Και φτάνουμε στο 1912. Η Θεσσαλονίκη γίνεται μέρος του Νεο-Ελληνικού κράτους. Η κατανομή του πληθυσμού της πόλης επιβεβαιώνει την πολυπολιτισμική φύση της που υπήρχε στη διάρκεια όλων των προηγούμενων αιώνων. Τότε διέμεναν στην πόλη 60.000 Ισραηλίτες, 39.000 Έλληνες, 45.000 μουσουλμάνοι και 10.000 διάφοροι άλλοι λαοί, κυρίως βαλκανικοί.

Δυστυχώς κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, τυχαίες ή μη συγκυρίες, οδήγησαν στην αποδυνάμωση της πολυπολιτισμικότητας της πόλης, με σημαντικότερες τον διωγμό των Εβραίων της πόλης κυρίως κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η άφιξη των Ρωμιών προσφύγων στην πόλη το 1922 σίγουρα στάθηκε σημαντικό ανάχωμα προς την απόλυτη Ελληνοποίηση της πόλης, μια και οι ίδιοι ήταν εκ φύσεως φορείς πολυπολιτισμικότητας και μάλιστα όντας έστω και μικρή πλειοψηφία, μπόρεσαν να τη μεταδόσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον να μπορούμε ακόμα να μιλάμε για μία αίσθηση συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών και κουλτούρων.

Αυτή η αίσθηση είναι το μεταφυσικό στοιχείο που ανέφερα σε μία από τις πρώτες παραγράφους αυτού του κειμένου. Δεν είναι δυνατόν 22 και παραπάνω αιώνες συνεχόμενης πολυπολιτισμικής ζωής να μην αφήσουν το στίγμα τους, ειδικά όταν συνοδεύονται από αντίστοιχες πολιτισμικές επιρροές. Και αυτό, για κάποιον που γνωρίζει την ιστορία της Θεσσαλονίκης, είναι διαθέσιμο στον ίδιο τον αέρα της πόλης. Στην τελική η «γοητεία» είναι μία λέξη η οποία δεν βασίζεται τόσο σε υλικά ερεθίσματα αλλά σε αισθήσεις. Και επειδή η ατέλεια είναι που κάνει τη γοητεία, είναι αυτές οι ατέλειες που έχει η σύγχρονη Θεσσαλονίκη που την κάνουν γοητευτική.

Η πολυπολιτισμικότητα είναι η φύση της Θεσσαλονίκης. Τα τελευταία χρόνια γίνονται κάποιες προσπάθειες να ανακτήσει ένα μέρος της. Έχει πολύ δρόμο ακόμα. Αλλά αν εμείς οι Θεσσαλονικείς θέλουμε να λέμε ότι σεβόμαστε την ιστορία της πόλης μας, πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε για να το καταφέρουμε αυτό. Για να μπορέσουμε να δικαιώσουμε το ρητό του Νικηφόρου Χούμνου, ενός Θεσσαλονικιού λόγιου του 14ου αιώνα μ.Χ
.
«Ως ουδείς άπολις μέχρις αν η των Θεσσαλονικέων ή πόλις»

«Κανείς άνθρωπος δεν θα μείνει χωρίς πατρίδα, όσο θα υπάρχει η Θεσσαλονίκη.» 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου