Πρόσφατα, η ΕΕΑ
έκανε μία εισήγηση περί ενοχής του ΠΑΟΚ για πολυιδιοκτησία και τιμωρίας με
υποβιβασμό. Η δημοσιοποίηση της εισήγησης αυτής προκάλεσε πολλές αντιδράσεις
από το σύνολο του συλλόγου της Θεσσαλονίκης, διοίκηση, οπαδοί και όχι μόνο,
καθώς δεν ήταν και λίγοι από τους παράγοντες της πόλης που επίσης κατήγγειλαν
μεθόδευση της απόφασης. Στην πορεία των οπαδών που ακολούθησε την επόμενη μέρα,
το κεντρικό πανό έγραφε «Η Ελλάδα χωρίζεται στα δύο».
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι ΠΑΟΚτσήδες την ψώνισαν και νομίζουν ότι εκπροσωπούν τη μισή Ελλάδα. Η επίσημη δήλωση όμως της κυβέρνησης, διά του εκπροσώπου της, ότι θα τροποποιήσει τον νόμο προς χάρην της κοινωνικής συνοχής, καταρρίπτει τον ισχυρισμό αυτό. Ή την όποια σοβαρότητα της παρούσας κυβέρνησης. Ή και τα δύο.
Το ζήτημα είναι όμως ότι όλη αυτή η αναστάτωση ανέδειξε μία συζήτηση, η οποία δεν σπανίζει στη Βόρεια Ελλάδα, αν και σπάνια γίνεται σοβαρά, μια και μέχρι τώρα παραμένει σε φιλολογικό, αν όχι καφενειακό, επίπεδο. Τη συζήτηση περί διαχωρισμού του Ελληνικού κράτους σε Βόρειο και Νότιο. Υπήρξαν αρκετές δημοσιεύσεις άλλες πιο σοβαροφανείς, άλλες λιγότερο, που έθεταν τη συγκεκριμένη υπόθεση ως συμβολισμό πραγματικών προβλημάτων και ανισοτήτων που υπάρχουν μεταξύ Βορρά και Νότου. Και παρ’ ότι τα προβλήματα είναι υπαρκτά, δικαιολογούν μία τέτοια συζήτηση;
Αρχικά, στη σημερινή εποχή συνηθίζεται, κάθε κράτος να ταυτίζεται με ένα έθνος και το αντίθετο. Υπάρχουν εννοείται και εξαιρέσεις, αλλά ο κανόνας είναι αυτός. Και αν εγώ προσωπικά θεωρώ τον όρο «έθνος» ανεδαφικό, δεν συμβαίνει αυτό με την πλειοψηφία των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν, με βάση την επικρατούσα άποψη περί «έθνους-κράτους», υπάρχει κάποια εθνολογική διαφορά μεταξύ των κατοικών της Βορείου και της Νότιας Ελλάδας; Αντικειμενικά όχι, δεν υπάρχει διαφορά, μιλάνε την ίδια γλώσσα, πιστεύουν στην ίδια θρησκεία, έχουν την ίδια κουλτούρα και βιολογικά δεν διαφέρουν πολύ. Τουλάχιστον, οι όποιες διαφορές που υπάρχουν είναι αμελητέες συγκριτικά με αυτές άλλων κρατών-εθνών, π.χ. Ισπανία.
Βέβαια στο παραπάνω συμπέρασμα, είναι γνωστό ότι διαφωνεί ένα σημαντικό, έστω και μειοψηφικό, μέρος των κατοίκων της Νότιας Ελλάδας, έστω και ενστικτωδώς, με τους πολύ συνηθισμένους ισχυρισμούς περί Βουλγαρίας και Νότιας Μακεδονίας(αυτό είναι μοντέρνο) μάλιστα να μην γίνονται ποτέ στόχος κάποιου εισαγγελέα, όπως θα έπρεπε βάσει του συντάγματος της χώρας. Είναι αρκετά αξιοπερίεργο πάντως το γεγονός ότι οι Βορειοελλαδίτες που ανοίγουν κουβέντα περί διαχωρισμού, δεν αποδέχονται εθνολογική διαφορά, ενώ οι Νότιοι που δεν συζητάνε περί διαχωρισμού έστω και ανώριμα ή αυθόρμητα, κάνουν τέτοιες νύξεις. Όπως και να έχει είναι γεγονός ότι το Νεοελληνικό κράτος έκανε, σε γενικές γραμμές, πολύ καλή δουλειά στην ομογενοποίηση του πληθυσμού του, είτε με ήπιο και δημοκρατικό τρόπο, είτε όχι.
Και αφού εθνολογική διαφορά δεν υπάρχει, γιατί γίνεται αυτή η συζήτηση; Διότι σύμφωνα με πολλούς κατοίκους στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν άλλα μέτρα και άλλα σταθμά στην ανάπτυξη των δύο τμημάτων. Έχουν δίκιο; Είναι γεγονός ότι η Βόρεια Ελλάδα είναι από τις πιο φτωχές και υπανάπτυκτες περιοχές της Ε.Ε. Η ανεργία είναι διαχρονικά στα ύψη, τα έργα υποδομής είναι ελάχιστα και τέλος, η νεολαία της (και ειδικά η καταρτισμένη), είναι διασκορπισμένη σε όλη την υφήλιο λόγω έλλειψης επαγγελματικών ευκαιριών. Σε συνδυασμό με την, όχι συχνή, αλλά υπαρκτή ρατσιστική συμπεριφορά, δημιουργούν αυτό το αίσθημα πολίτη δεύτερης κατηγορίας, κάτι που είναι εν μέρει δικαιολογημένο.
Αλλά είναι αυτή η περιθωριοποίηση, επαρκής λόγος για συζητήσεις περί διχοτόμησης; Ίσως να ήταν αν αρχικά δεν μιλούσαμε για ένα de facto υδροκέφαλο και άρα προβληματικό κράτος, όπως το σύγχρονο Ελληνικό, το οποίο όλοι μαζί, Νότιοι και Βόρειοι, οικοδομήσανε. Και σε αυτή τη συλλογική ευθύνη, περιέχεται και η απάντηση στην ερώτηση αν «πρέπει η Ελλάδα να χωριστεί στα δύο». Σε απλά ελληνικά, οι Βορειοελλαδίτες έχουν δίκιο να μιλάνε περί αδικίας, αλλά δεν έχουν δίκιο να μιλάνε, ούτε για πλάκα, περί διαχωρισμού. Και αυτή η αντίθεση, προκύπτει από το γεγονός, ότι όχι μόνο έχουν παίξει, μέσω της ψήφου τους, καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου Ελληνικού κράτους αλλά μέσα από την κοινωνία τους έχουν αναδειχθεί πρωθυπουργοί και κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες των τελευταίων δεκαετιών. Οικογένεια Καραμανλή, Βενιζέλος, Τσοχατζόπουλος και τόσοι άλλοι. Τι έκαναν όλοι αυτοί για τον τόπο τους; Ας μην το σχολιάσουμε.
Για να μην αναφερθούμε σε οικονομικούς παράγοντες, οι οποίοι τις εποχές της «ευμάρειας» εγκατέλειπαν τη Βόρεια Ελλάδα, μαζί με τις επιχειρήσεις τους, για να βρουν χαμηλότερα ημερομίσθια σε γειτονικές χώρες. Ούτε φυσικά σε οποιεσδήποτε διεκδικήσεις για κάτι καλύτερο, διότι αυτές κάθε φορά υπερκαλύπτονται από τα προσωπικά ή συντεχνιακά συμφέροντα των ίδιων των Βορειοελλαδιτών. Ή και από την αδιαφορία τους. Πρόσφατο παράδειγμα η σχεδόν μηδαμινή αντίδραση των Θεσσαλονικιών στο ξερίζωμα των αρχαίων της Βενιζέλου, που μαζί τους ξεριζώνεται και η όποια πιθανότητα να ξεφύγει η πόλη από τη μιζέρια της, ένα έγκλημα στο οποίο συμμετέχουν και ο δήμαρχος της πόλης αλλά και ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, ή «Πολύ Μακεδονίας» όπως μετονόμασε τον ιστότοπο της περιφέρειας του.
Συνοψίζοντας, οι κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας, ΠΑΟΚτσήδες και μη, αν θέλουν όντως να βελτιώσουν συλλογικά το επίπεδο ζωής τους, αν θέλουν να μην υποτιμούνται, θα πρέπει να κοιτάξουν να είναι οι ίδιοι σωστοί πρώτα απέναντι στην κοινωνία τους. Όλοι τους. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, απλός λαός. Και αν το καταφέρουν, ή έστω το επιδιώξουν ουσιαστικά(που πολύ αμφιβάλλω ότι θα γίνει ποτέ) και δουν κάποιους εξ’ Αθηνών να τους σαμποτάρουν, ίσως η συζήτηση περί διαχωρισμού να αποκτήσει κάποιο νόημα. Μέχρι τότε, θα ανήκουν και αυτοί, όπως και οι Νότιοελλαδίτες στο κράτος και στην κοινωνία που η πλειοψηφία τους, αξίζει. Και είναι και αυτό μία απόδειξη, έστω και δυσάρεστη, της ομοιογένειας της Ελληνικής κοινωνίας.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι ΠΑΟΚτσήδες την ψώνισαν και νομίζουν ότι εκπροσωπούν τη μισή Ελλάδα. Η επίσημη δήλωση όμως της κυβέρνησης, διά του εκπροσώπου της, ότι θα τροποποιήσει τον νόμο προς χάρην της κοινωνικής συνοχής, καταρρίπτει τον ισχυρισμό αυτό. Ή την όποια σοβαρότητα της παρούσας κυβέρνησης. Ή και τα δύο.
Το ζήτημα είναι όμως ότι όλη αυτή η αναστάτωση ανέδειξε μία συζήτηση, η οποία δεν σπανίζει στη Βόρεια Ελλάδα, αν και σπάνια γίνεται σοβαρά, μια και μέχρι τώρα παραμένει σε φιλολογικό, αν όχι καφενειακό, επίπεδο. Τη συζήτηση περί διαχωρισμού του Ελληνικού κράτους σε Βόρειο και Νότιο. Υπήρξαν αρκετές δημοσιεύσεις άλλες πιο σοβαροφανείς, άλλες λιγότερο, που έθεταν τη συγκεκριμένη υπόθεση ως συμβολισμό πραγματικών προβλημάτων και ανισοτήτων που υπάρχουν μεταξύ Βορρά και Νότου. Και παρ’ ότι τα προβλήματα είναι υπαρκτά, δικαιολογούν μία τέτοια συζήτηση;
Αρχικά, στη σημερινή εποχή συνηθίζεται, κάθε κράτος να ταυτίζεται με ένα έθνος και το αντίθετο. Υπάρχουν εννοείται και εξαιρέσεις, αλλά ο κανόνας είναι αυτός. Και αν εγώ προσωπικά θεωρώ τον όρο «έθνος» ανεδαφικό, δεν συμβαίνει αυτό με την πλειοψηφία των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν, με βάση την επικρατούσα άποψη περί «έθνους-κράτους», υπάρχει κάποια εθνολογική διαφορά μεταξύ των κατοικών της Βορείου και της Νότιας Ελλάδας; Αντικειμενικά όχι, δεν υπάρχει διαφορά, μιλάνε την ίδια γλώσσα, πιστεύουν στην ίδια θρησκεία, έχουν την ίδια κουλτούρα και βιολογικά δεν διαφέρουν πολύ. Τουλάχιστον, οι όποιες διαφορές που υπάρχουν είναι αμελητέες συγκριτικά με αυτές άλλων κρατών-εθνών, π.χ. Ισπανία.
Βέβαια στο παραπάνω συμπέρασμα, είναι γνωστό ότι διαφωνεί ένα σημαντικό, έστω και μειοψηφικό, μέρος των κατοίκων της Νότιας Ελλάδας, έστω και ενστικτωδώς, με τους πολύ συνηθισμένους ισχυρισμούς περί Βουλγαρίας και Νότιας Μακεδονίας(αυτό είναι μοντέρνο) μάλιστα να μην γίνονται ποτέ στόχος κάποιου εισαγγελέα, όπως θα έπρεπε βάσει του συντάγματος της χώρας. Είναι αρκετά αξιοπερίεργο πάντως το γεγονός ότι οι Βορειοελλαδίτες που ανοίγουν κουβέντα περί διαχωρισμού, δεν αποδέχονται εθνολογική διαφορά, ενώ οι Νότιοι που δεν συζητάνε περί διαχωρισμού έστω και ανώριμα ή αυθόρμητα, κάνουν τέτοιες νύξεις. Όπως και να έχει είναι γεγονός ότι το Νεοελληνικό κράτος έκανε, σε γενικές γραμμές, πολύ καλή δουλειά στην ομογενοποίηση του πληθυσμού του, είτε με ήπιο και δημοκρατικό τρόπο, είτε όχι.
Και αφού εθνολογική διαφορά δεν υπάρχει, γιατί γίνεται αυτή η συζήτηση; Διότι σύμφωνα με πολλούς κατοίκους στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν άλλα μέτρα και άλλα σταθμά στην ανάπτυξη των δύο τμημάτων. Έχουν δίκιο; Είναι γεγονός ότι η Βόρεια Ελλάδα είναι από τις πιο φτωχές και υπανάπτυκτες περιοχές της Ε.Ε. Η ανεργία είναι διαχρονικά στα ύψη, τα έργα υποδομής είναι ελάχιστα και τέλος, η νεολαία της (και ειδικά η καταρτισμένη), είναι διασκορπισμένη σε όλη την υφήλιο λόγω έλλειψης επαγγελματικών ευκαιριών. Σε συνδυασμό με την, όχι συχνή, αλλά υπαρκτή ρατσιστική συμπεριφορά, δημιουργούν αυτό το αίσθημα πολίτη δεύτερης κατηγορίας, κάτι που είναι εν μέρει δικαιολογημένο.
Αλλά είναι αυτή η περιθωριοποίηση, επαρκής λόγος για συζητήσεις περί διχοτόμησης; Ίσως να ήταν αν αρχικά δεν μιλούσαμε για ένα de facto υδροκέφαλο και άρα προβληματικό κράτος, όπως το σύγχρονο Ελληνικό, το οποίο όλοι μαζί, Νότιοι και Βόρειοι, οικοδομήσανε. Και σε αυτή τη συλλογική ευθύνη, περιέχεται και η απάντηση στην ερώτηση αν «πρέπει η Ελλάδα να χωριστεί στα δύο». Σε απλά ελληνικά, οι Βορειοελλαδίτες έχουν δίκιο να μιλάνε περί αδικίας, αλλά δεν έχουν δίκιο να μιλάνε, ούτε για πλάκα, περί διαχωρισμού. Και αυτή η αντίθεση, προκύπτει από το γεγονός, ότι όχι μόνο έχουν παίξει, μέσω της ψήφου τους, καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου Ελληνικού κράτους αλλά μέσα από την κοινωνία τους έχουν αναδειχθεί πρωθυπουργοί και κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες των τελευταίων δεκαετιών. Οικογένεια Καραμανλή, Βενιζέλος, Τσοχατζόπουλος και τόσοι άλλοι. Τι έκαναν όλοι αυτοί για τον τόπο τους; Ας μην το σχολιάσουμε.
Για να μην αναφερθούμε σε οικονομικούς παράγοντες, οι οποίοι τις εποχές της «ευμάρειας» εγκατέλειπαν τη Βόρεια Ελλάδα, μαζί με τις επιχειρήσεις τους, για να βρουν χαμηλότερα ημερομίσθια σε γειτονικές χώρες. Ούτε φυσικά σε οποιεσδήποτε διεκδικήσεις για κάτι καλύτερο, διότι αυτές κάθε φορά υπερκαλύπτονται από τα προσωπικά ή συντεχνιακά συμφέροντα των ίδιων των Βορειοελλαδιτών. Ή και από την αδιαφορία τους. Πρόσφατο παράδειγμα η σχεδόν μηδαμινή αντίδραση των Θεσσαλονικιών στο ξερίζωμα των αρχαίων της Βενιζέλου, που μαζί τους ξεριζώνεται και η όποια πιθανότητα να ξεφύγει η πόλη από τη μιζέρια της, ένα έγκλημα στο οποίο συμμετέχουν και ο δήμαρχος της πόλης αλλά και ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, ή «Πολύ Μακεδονίας» όπως μετονόμασε τον ιστότοπο της περιφέρειας του.
Συνοψίζοντας, οι κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας, ΠΑΟΚτσήδες και μη, αν θέλουν όντως να βελτιώσουν συλλογικά το επίπεδο ζωής τους, αν θέλουν να μην υποτιμούνται, θα πρέπει να κοιτάξουν να είναι οι ίδιοι σωστοί πρώτα απέναντι στην κοινωνία τους. Όλοι τους. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, απλός λαός. Και αν το καταφέρουν, ή έστω το επιδιώξουν ουσιαστικά(που πολύ αμφιβάλλω ότι θα γίνει ποτέ) και δουν κάποιους εξ’ Αθηνών να τους σαμποτάρουν, ίσως η συζήτηση περί διαχωρισμού να αποκτήσει κάποιο νόημα. Μέχρι τότε, θα ανήκουν και αυτοί, όπως και οι Νότιοελλαδίτες στο κράτος και στην κοινωνία που η πλειοψηφία τους, αξίζει. Και είναι και αυτό μία απόδειξη, έστω και δυσάρεστη, της ομοιογένειας της Ελληνικής κοινωνίας.
Πηγή εικόνας: 1926.gr
Τέλειος πρέπει να αρχίζουν να ακούγονται πιο δυνατά γνώμες σαν κ αυτες
ΑπάντησηΔιαγραφή