Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Τι σημαίνει να είσαι "άνθρωπος";



«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος» έλεγε πολύ εύστοχα η Κατερίνα Γώγου, εκφράζοντας μία αλήθεια κοινώς αποδεκτή, ανεξαρτήτου ιδεολογίας, για όλους τους στοιχειωδώς υγιείς ανθρώπους. Αλλά τι πραγματικά εννοούσε με τη χρήση της λέξης «άνθρωπος» η σπουδαία ποιήτρια, στη συγκεκριμένη φράση; Ποια είναι η βασική ιδιότητα ενός ανθρώπου που όταν τη διατηρεί, έχει το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται έτσι;

Ο συλλογισμός μου θα ξεκινήσει από το αντίθετο άκρο. Από το σημείο της απανθρωπιάς. Υπάρχουν κοινώς αποδεκτές πράξεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται απάνθρωπες και αντίστοιχα βαφτίζουν και τους εκτελεστές τους. Απάνθρωπος είναι ένας βιαστής, απάνθρωπος είναι ένας δολοφόνος, απάνθρωπος είναι ένας παιδεραστής, απάνθρωπος είναι κάποιος που δέρνει έναν ανυπεράσπιστο, απάνθρωπος είναι ένας εκβιαστής, απάνθρωπος είναι ένας εργοδότης που απολύει έναν εργαζόμενο χωρίς αφορμή και αιτία, απάνθρωπος είναι ένας έμπορος ηρωίνης και γενικότερα αν η κοινωνία μας δεν έχει έλλειψη σε κάτι, αυτό είναι σίγουρα οι περιπτώσεις απανθρωπιάς.

Ποιο είναι το κοινό γνώρισμα όλων των παραπάνω απάνθρωπων πράξεων; Στα δικά μου μάτια, είναι το γεγονός ότι ο θύτης αγνοεί την ανθρώπινη υπόσταση του εκάστοτε θύματος. Ο βιαστής και ο παιδεραστής βλέπουν το θύμα τους ως ένα εργαλείο ηδονής, ο δολοφόνος ως ένα στόχο που θα ξεράσει την οργή και το μίσος του ή και ως ένα μέρος του επαγγέλματος που του προσκομίζει κέρδη όπως και ο έμπορος ναρκωτικών και ο εκβιαστής, ενώ ο εργοδότης βλέπει ως ένα οικονομικός βάρος, ως έναν αριθμό τον εργαζόμενο από τον οποίο ξεμπερδεύει.

Άρα, με βάση το παραπάνω σκεπτικό, η ιδιότητα που χαρακτηρίζει μία απάνθρωπη πράξη είναι αυτή που μειώνει ή και εκμηδενίζει την ανθρώπινη υπόσταση αυτού που τη δέχεται. Άρα ο απάνθρωπος είναι αυτός που μειώνει την ανθρώπινη υπόσταση των άλλων και ειδικά των θυμάτων του, αυτός ο οποίος δεν βλέπει μία ανθρώπινη ύπαρξη και άρα ισάξια, μια και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άνθρωπο, αλλά ως ένα κατώτερο ον, ένα μέσο προς χρήση, προς εκμετάλλευση, προς ικανοποίηση των προσωρινών και μη επιθυμιών του.

Μακάρι όμως τα παραδείγματα απανθρωπιάς να ήταν μόνο στις προαναφερόμενες κραυγαλέες περιπτώσεις εκμηδενισμού της ανθρώπινης υπόστασης. Διότι πέρα από την ενοχλητική τάση που έχουν πολλοί γύρω μας να βλέπουν ανθρώπους ως αντικείμενα, υπάρχουν ακόμα περισσότεροι οι οποίοι ναι μεν αναγνωρίζουν την ανθρώπινη υπόσταση των άλλων, αλλά την τοποθετούν σε δεύτερη μοίρα συγκριτικά με κάποια άλλη ιδιότητα τους. Με απλά λόγια την μειώνουν και αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επαρκή ανθρώπινη συμπεριφορά.

Όταν η γυναίκα θεωρείται πρώτα τσούλα και μετά άνθρωπος, όταν ο πρόσφυγας και ο μετανάστης θεωρούνται πρώτα λαθροεισβολέας και φτηνός εργάτης και μετά άνθρωπος, όταν ο ναρκωμανής θεωρείται πρώτα πρεζάκι και μετά άνθρωπος, όταν ο ομοφυλόφιλος θεωρείται πρώτα πουστάρα και μετά άνθρωπος και τόσα άλλα παρόμοια παραδείγματα, τότε μόνο για περιρρέουσα ανθρωπιά δεν μπορούμε να μιλάμε. Και αν σας κούρασε η επανάληψη της λέξης άνθρωπος, συγχωρέστε με, αλλά ήταν επιτηδευμένη και ας μην ήταν λογοτεχνικά καλαίσθητη. Φανταστείτε πόσο κουραστικό, το λιγότερο, είναι για αυτούς βιώνουν καθημερινά τη μείωση αυτή.

Και κάπως έτσι είναι φυσιολογικό να καταλήγω στο συμπέρασμα, ότι εφόσον το αντίστροφο του να γίνεσαι απάθρωπος είναι να παραμένεις άνθρωπος, τότε η βασική ιδιότητα του δεύτερου για όποιον το καταφέρνει, είναι να αντιμετωπίζει όλους του υπόλοιπους ως ισάξιες υπάρξεις, με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, σαν τα αντίστοιχα που έχει και αυτός ως ανεξάρτητη ύπαρξη. Ή τουλάχιστον όσους δεν έχουν χάσει αυτοβούλως την ανθρώπινη υπόσταση τους.

Πως θα γίνει αυτό; Μα εννοείται, όταν έχουν οι ίδιοι υποτιμήσει άλλους ανθρώπους και υπάρξεις (π.χ. ένα σκύλο ή μία γάτα). Διότι ο σίγουρος δρόμος για να χάσει κάποιος το δικαίωμα να λογίζεται ως άνθρωπος, είναι να μην το αναγνωρίζει απόλυτα αυτό και στους άλλους, ή αν το αναγνωρίζει, να μην το θέτει ως προτεραιότητα.



Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Η αιώνια δευτερεύουσα



Καθόμουν προχθές στο μαγαζί που συχνάζουμε με τον κολλητό μου. Κάποια στιγμή με πλησιάζει ο σερβιτόρος και μου λέει ότι κάθεται λίγο πιο πέρα μία παρέα Ολλανδών, τους οποίους τους ανέφερε ότι η μόνιμη κατοικία μου είναι στη χώρα τους και αυτοί θέλουν να με γνωρίσουν. Ξεκινήσαμε την κουβέντα, μου είπαν ότι είναι η 4η συνεχόμενη χρονιά που έρχονται Θεσσαλονίκη, ότι λατρεύουν την πόλη, το φαγητό, τους ανθρώπους της, την ιστορία της αν και την τελευταία είναι λίγο πιο δύσκολο να την ανακαλύψουν σε όλο της το μεγαλείο, λόγω της πυκνής κτιριακής δομής που κρύβει τη γοητεία της.

Αφού τους κέρασα και ένα τσίπουρο, τους καληνύχτισα και λίγο μετά ξεκίνησα για το σπίτι μου. Στη διαδρομή σκεφτόμουν, ότι ευτυχώς υπάρχουν τουρίστες πειραγμένοι σαν και εμένα που τους αρέσει να εξερευνούν ενδελεχώς τον τόπο που ταξιδεύουν. Αλλά είμαστε μειοψηφία. Με την πλειοψηφία τι γίνεται; Πότε θα μπορέσει η Θεσσαλονίκη να ελκύσει την πλειοψηφία των τουριστών και να έχει την επισκεψιμότητα και την αναγνώριση που αρμόζει στην ιστορία της και στον πολιτισμό της; Και έτσι αυτόματα το μυαλό μου πήγε στο έγκλημα που θα λάβει χώρα, κάτα πάσα πιθανότητα, αύριο στη συνεδρίαση του  ΚΑΣ, όπου θα εγκριθεί η απόσπαση των αρχαιοτήτων από την τοποθεσία που θα βρίσκεται ο μελλοντικός σταθμός του μετρό της Βενιζέλου.

Αρχικά θα ξεκαθαρίσω κάτι. Δεν είμαι πολιτικός μηχανικός, δεν είμαι αρχαιολόγος και δεν έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια τα περίφημα αρχαία. Αλλά όταν διαβάζω ότι έχει υπάρξει εγκεκριμένη μελέτη, ότι η ίδια η ανάδοχη εταιρεία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ήταν σύμφωνη με αυτή, όταν ακούω τον
Paolo Odorico, διακεκριμένο βυζαντινολόγο να λέει ότι πρόκειται για μία νέα Πομπηία, όταν διαβάζω τους πολιτικούς μηχανικούς του ΑΠΘ να υποστηρίζουν ότι είναι απόλυτα εφικτή η κατασκευή του σταθμού και να μείνουν τα αρχαία στη θέση τους και τέλος όταν όλα τα προαναφερόμενα τα συνδυάζω με τη διεθνή άνοδο του ενδιαφέροντος για τη Βυζαντινή ιστορία (ένα μικρό παράδειγμα, έχω γνωρίσει προσωπικά μεταπτυχιακό Βυζαντινολόγο στο απόλυτα βιομηχανικό Αϊντχόφεν) τότε καταλαβαίνω ότι βρισκόμαστε μπροστά στην απώλεια μίας μεγάλης ευκαιρίας για το μέλλον της πόλης. Μία ευκαιρία που πηγάζει από το παρελθόν της και αν στο παρόν δεν την αρπάξουμε, τότε θα γίνει μία πολιτιστική αυτοκτονία. Ουσιαστικά, η Θεσσαλονίκη θα χάσει την ευκαιρία να ανακηρυχθεί στις διεθνείς συνειδήσεις, ως η πόλη-απόλυτο σύμβολο του Βυζαντινού πολιτισμού, ειδικά από τη στιγμή που η Κωνσταντινούπολη, για ευνόητους λόγους, δεν θα της επιτραπεί να διαφημιστεί ποτέ ως κάτι τέτοιο.

Διότι από την καινούρια κυβέρνηση, τον καινούριο Δήμαρχο(που ήμουν και αισιόδοξος ο μπούφος, όταν εκλέχθηκε), και τον καινούριο διορισθέντα πρόεδρο της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, που όλοι τους κατά σύμπτωση ανήκουν στην ίδια παράταξη, δεν έχει διασαφηνιστεί με λεπτομέρειες το πως η απόσπαση των αρχαίων, θα βοηθήσει στην γρηγορότερη ολοκλήρωση του κακόμοιρου του έργου, ούτε και προφανώς υπάρχει καμιά εγγύηση για την ασφαλή απόσπασή τους(λες και είναι
LEGO, όπως είπε εύστοχα ο Odorico). Και φυσικά καμιά εγγύηση ότι δεν θα σαπίσουν στις αποθήκες που θα μεταφερθούν «προσωρινά»(όπως τα αρχαία της Αγίας Σοφίας που βρίσκονται στο Καλοχώρι) και θα επανατοποθετηθούν. Και γενικότερα η σύγχρονη Ελλάδα έχει αποδείξει ότι της αρέσει πολύ το ρητό «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού», για αυτό και το εφαρμόζει.

Ουσιαστικά το μόνο που είναι σίγουρο και επιβεβαιωμένο, είναι ότι η αυριανή έγκριση από το ΚΑΣ(του οποίου τα μέλη άλλαξαν, φυσικά, μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης και τοποθετήθηκαν εκεί άτομα που έχουν εκκρεμή δικαστήρια) θα προκαλέσει ένα νέο ντόμινο εργολαβικών συμβάσεων, με ότι αυτό συνεπάγεται στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

Και άντε, χέστε μας εμάς τους ιστοριολάγνους και ρομαντικούς τοπικιστές. Είναι τόσο δυσνόητο να καταλάβει κάποιος ότι τέτοια εκθέματα, με σωστή διαφήμιση, μόνο ευεργετικές συνέπειες θα έχουν για την πόλη και την οικονομία της με την αναμενόμενη αύξηση της τουριστικής της έλξης; Δηλαδή για λίγα χρήματα βραχυπρόθεσμα, καταστρέφουμε μία μακροπρόθεσμη αλλά πολύ πιο επικερδή προοπτική της πόλης που ζούμε. Από ότι φαίνεται είναι ευκολότερο να γλείφουμε τον κάθε Σαββίδη, μπας και μας σώσει από την ανυποληψία μας. Αποδεικνύεται ακόμα μία φορά, ότι μία είναι η αιτία που η Ελλάδα συνολικά, δεν θα πάει ΠΟΤΕ μπροστά. Ότι κατοικείται από κατσαπλιάδες. Από ανθρώπους που δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Και οι Θεσσαλονικείς φυσικά δεν είναι εξαίρεση. Όλα τα υπόλοιπα κουσούρια μας, είναι παράγωγα αυτής της τάσης.

Και απορώ που είναι οι υπόλοιποι παράγοντες της πόλης. Είναι δυνατόν η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης να μην αντιδρά, στην καταστροφή ενός σημαντικού μέρους της βυζαντινής ιστορίας της πόλης, που είναι συνυφασμένη με τη χριστιανική παράδοση της; Αλλά μάλλον είναι απασχολημένη με το να ρίχνει κατάρες σε πρόσφυγες και ομοφυλόφιλους. Γιατί οι Μακεδονομάχοι; Που πήγαν τα συλλαλητήρια για την υπεράσπιση της ταυτότητας και της κληρονομιάς μας; Τι φταίει; Το ότι δεν έχουμε ΣΥΡΙΖΑ και έχουμε πλέον Νέα Δημοκρατία; Ή μήπως φταίει ότι το
brand name «Θεσσαλονίκη» δεν έχει την παραμικρή σύνδεση με την κατάκτηση άλλων λαών; Ή μήπως και τα δύο; Για να μην αναφέρω και τους Θεσσαλονικείς βουλευτές, που παραδοσιακά είναι ανύπαρκτοι.

Καμιά λαοθάλασσα, δεν θα μαζευτεί σήμερα στην εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην επερχόμενη, δυστυχώς σίγουρη, έγκριση του ΚΑΣ για το ξήλωμα των αρχαίων. Λίγοι "γραφικοί" θα είμαστε μαζεμένοι εκεί, οι οποίοι θα συνεχίσουμε τα επόμενα χρόνια να ανακουφιζόμαστε όταν κάποιοι ξένοι θα μας λένε ότι γνωρίζουν ότι υπάρχει πόλη
Thessaloniki και θα εκνευριζόμαστε όταν θα μας αποκαλύπτουν ότι την αγνοούν, αλλά έχουν επισκευθεί την Chersonissos των 3000 κατοίκων. Με όλο το σεβασμό στο κρητικό χωριό, του οποίου οι κάτοικοι είναι μάλλον λιγότερο κατσαπλιάδες από εμάς.

Και θα γίνουμε μάρτυρες μίας επανάληψης της Ιστορίας, που η συντριπτική πλειοψηφία των Θεσσαλονικιών αγνοούν, γιατί αδιαφορούν για την ιστορία της πόλης τους. Θα δούμε ακόμα μία φορά η Θεσσαλονίκη να δολοφονείται από τα παιδιά της, όπως η ομώνυμη αρχαία Μακεδόνισσα Βασίλισσα (από την οποία η πόλη πήρε το όνομα της) η οποία δολοφονήθηκε από τον ίδιο της το γιο.

Και θα αποδεχθούμε ότι η Θεσσαλονίκη, ούτε Συμβασιλεύουσα είναι πλέον, ούτε ήταν ποτέ και ούτε θα’ναι, συμπρωτεύουσα. Θα είναι πάντα, μία αιώνια δευτερεύουσα. Και οι μόνοι υπεύθυνοι θα είναι οι παράγοντες και η πλειοψηφία των κατοίκων της.



Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Ανακαλύπτοντας τη διαπροσωπική απομόνωση



Πρόσφατα, κατά τη διάρκεια χαβαλέ στο Ίντερνετ, έμαθα έναν καινούριο όρο. «Διαπροσωπική απομόνωση». Αρκετά βαρύγδουπη φράση, ώστε να με κάνει να ψάξω λίγο παραπάνω σχετικά με το περί τίνος πρόκειται. Ήθελα να δω αν είναι ακόμα ένας, από τους αναρίθμητους, ψυχο-κάτι όρους που έχουν κατακλύσει το λεξιλόγιο μας για να περιγράψει κάποια δυσλειτουργία ενός ανθρώπου με το περιβάλλον του. Και κυρίως να κατανοήσω την αντιφατική σύνθεση αυτής της φράσης. Πως γίνεται μία απομόνωση να είναι και διαπροσωπική;

Διαβάζω, λοιπόν, ότι σύμφωνα με τον Ίρβιν Γιάλομ, η διαπροσωπική απομόνωση είναι όταν υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ του «Εαυτού» και των άλλων ανθρώπων, λόγω έλλειψης κοινωνικών δεξιοτήτων και ψυχοπαθολογίας στο θέμα της οικειότητας. Εμένα αυτή η περιγραφή μου θύμισε, στην απλοϊκή μορφή της, τη γνωστή φράση «
surrounded by everyone, but still alone». Αλλά εντελώς ασυναίσθητα, άρχισαν να έρχονται στο μυαλό μου, παραδείγματα που μου φάνηκε ότι κολλάνε στην περιγραφή αυτή.

Το πρώτο παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό, είναι ένας άνθρωπος να δέχεται, συνεχώς και από πολύ κόσμο, θετικές απόψεις σχετικά με το χαρακτήρα του και την προσωπικότητα του. Χαρακτηρισμοί, όπως πόσο δίκιο έχει σε αυτά που υποστηρίζει κατά καιρούς, όπως ότι είναι καλόψυχος, ξηγημένος, ειλικρινής. Να δέχεται επίσης, εξομολογήσεις περί των συναισθημάτων που έχουν οι άλλοι απέναντι του, όπως αγάπη, είτε φιλική είτε ερωτική, εκτίμηση, έγνοια και άλλα πολλά όμορφα. Και τελικά λίγο μετά, αν όχι δευτερόλεπτα αργότερα, να εισπράττει μία απόλυτη αδιαφορία, μία οριστική και απόλυτη απόσπαση της προσοχής τους σε άλλους πιο ενδιαφέροντες παρευρισκόμενους στον ίδιο χώρο. Όχι για λίγα λεπτά, μισή ή μία ώρα. Οριστικά.

Το δεύτερο παράδειγμα, εμφανίζεται σε πιο μακροπρόθεσμο πλαίσιο και έχει να κάνει με την περίπτωση άνθρωποι που έχουν ζήσει στιγμές και περιόδους με τον «ασθενή» να απομακρύνονται μυστηριωδώς, χωρίς κάποιο καυγά ή κάποια διαφωνία να έχει προηγηθεί. Και ενώ ζούμε στην εποχή της επικοινωνίας και αυτός κάνει προσπάθειες να μάθει τουλάχιστον τα νέα τους, τελικά είτε να αγνοείται παντελώς, είτε να λαμβάνει μία τελείως τυπική, ξεψυχισμένη απόκριση, που θα κάνει φανερή την έλλειψη διάθεσης για όποια περαιτέρω επικοινωνία.

Τρίτο παράδειγμα, είναι όταν αυτός ο άνθρωπος αποφασίζει τελικά να πάρει την πρωτοβουλία να εμβαθύνει ο ίδιος και να δώσει περισσότερη ποιότητα στην επικοινωνία του με τους άλλους και τελικά να εισπράττει μία αδιαφορία, σχετικά με τις ενδότερες σκέψεις του, ειδικότερα από τα άτομα που στόχευε. Ή αν τελικά επιτυγχάνει ένα αρχικόν ενδιαφέρον, λίγο μετά να γίνεται μάρτυρας των δύο προηγούμενων παραδειγμάτων, είτε βραχυπρόθεσμα, είτε μακροπρόθεσμα. Τότε είναι προφανές ότι θα νιώσει την διαπροσωπική μοναξιά μια και θα αντιληφθεί ότι είτε υποκρίνονται επιδέξια αρχικά ότι τον καταλαβαίνουν, για λόγους τυπικής ευγένιας, είτε ακόμα χειρότερα, όντως τον καταλαβαίνουν και αυτή είναι μία επαρκής αφορμή για να τον αποφύγουν ή να τον αποφεύγουν κατά συρροή.

Εννοείται ότι όταν συμβαίνουν όλα τα παραπάνω θα υπάρξουν και συνέπειες, πολλές φορές μη αναστρέψιμες. Όπως η περίπτωση κάποιος να δείξει άμεσα και με ειλικρίνεια, ενδιαφέρον για να επικοινωνήσει με αυτόν τον άνθρωπο και αυτός μη γνωρίζοντας πως να το διαχειριστεί, να βρεθεί απροετοίμαστος με αποτέλεσμα η συμπεριφορά του να είναι τόσο άγαρμπη και ατσούμπαλη που θα αποθαρρύνει τον επίδοξο ενδιαφερόμενο για αυτόν. Και η συνειδητοποίηση αυτού, θα φορτώσει περαιτέρω ενοχές στον ίδιο, με αποτέλεσμα οι κοινωνικές του ικανότητες, η ίδια του η αυτοπεποίθηση, να δεχτεί ένα ισχυρότατο πλήγμα.

Όλα τα παραπάνω αν δεν εκλείψουν, ή τουλάχιστον δεν βελτιωθούν, θα κάνουν ακόμα και τη στοιχειώδη κοινωνικοποίηση να αποτελεί μία επώδυνη εμπειρία για τον «ασθενή», καθώς θα του υπενθυμίζει συνεχώς τι δεν δικαιούται να βιώσει. Φυσικά σε όλα τα παραπάνω σίγουρα έχει κάποια έως πλειοψηφική ευθύνη και ο ίδιος. Και λογικά θα το γνωρίζει, καθώς δεν υπάρχει πιο κουραστική ανωριμότητα από το να κατηγορεί πάντα, όλους και για όλα.

Αλλά είναι αυτή η δικιά μου στοιχειώδης κοινωνικοποίηση, που μου έχει δώσει την εντύπωση ότι υπάρχουν πολλοί «ασθενείς» έξω. Ότι είναι μία «ασθένεια» πολύ πιο διαδεδομένη από ότι φανταζόμαστε.





Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Καμιά δικαίωση στον νεκρό



Συνηθίζεται, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος αναγνωρίσιμος, να ξεσπάει μία κριτική, θετική ή/και αρνητική, σχετικά με τα πεπραγμένα της ζωής του. Ειδικά όταν αυτό το άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του, είχε φανεί να συμμετέχει ή και να πράττει ο ίδιος, αμφιλεγόμενες πράξεις, τότε είναι που οι γνώμες διίστανται, σχετικά με το τελικό πόρισμα. Το αν ο άνθρωπος αυτός ήταν καλός ή κακός.

Δυστυχώς, έτσι όπως είναι ο κόσμος μας, είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο, ειδικά για κάποιον που απέκτησε λεφτά και δόξα στη ζωή του, να μην υπάρχουν κάποιες «αμαρτίες» που να κηλιδώνουν την πορεία. Επίσης είναι τέτοια η ανθρώπινη φύση, που ακόμα και οι άνθρωποι που έχουν κυληστεί στον βούρκο σίγουρα θα πρόσφεραν κάποιες όμορφες στιγμές, έστω και σε πολύ περιορισμένο αριθμό ανθρώπων.

Τα παραπάνω, τα ξέρουμε όλοι πάνω-κάτω. Αλλά κάποιοι διαλέγουν σε αυτή την περίπτωση, συγκινημένοι από την πρόσφατη γνώση του θανάτου αυτού του ανθρώπου, να εκφράζουν προτάσεις όπως «Ο νεκρός δικαιώνεται.» ή ο «νεκρός συγχωρείται». Θεωρούν, δηλαδή, ότι το γεγονός του θανάτου, υπερισχύει της ίδιας της ζωής.

Αυτό όμως δεν γίνεται να έχει εφαρμογή σε κανέναν άλλο, πέρα από τον ίδιο το νεκρό. Διότι πολύ απλά οι υπόλοιποι ζούμε. Και εφόσον ζούμε σκεφτόμαστε και κρίνουμε. Το να σταματάμε αυτές τις δύο έμφυτες μας, διαδικασίες είναι σαν να κολλάμε θανατίλα και εμείς μαζί με τον νεκρό. Είναι σαν να υποτιμάμε την ίδια μας τη ζωή.

Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, κλείνει μαζί με τη ζωή του ο κύκλος των πράξεων του. Το κατά πόσο αυτές θα χαρακτηριστούν αρνητικές ή θετικές, και το ποιες από αυτές θα επικρατήσουν στην υστεροφημία του, είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να φροντίσει ο ίδιος κατά τη διάρκεια του βίου του. Ειδικά όταν επρόκειτο για μία προσωπικότητα που οι επιπτώσεις των πράξεων του, ξέφευγαν από τον στενό κύκλο των οικείων του προσώπων.

Ο αντίλογος ότι «ο νεκρός δεν μπορεί να απαντήσει», έχει εφαρμογή μόνο για τις πράξεις που του καταλογίζονται χωρίς να υπάρχουν απτές αποδείξεις για την τέλεση τους. Για τις αναμφισβήτητες όμως εννοείται ότι θα υπάρχει κριτική και ένας απολογισμός. Και αν αυτές είναι αρνητικές, τότε πολύ απλά «ας πρόσεχε».

Ο άνευ όρων σεβασμός στον μακαρίτη, δεν προσφέρει τίποτα σε αυτούς που αφήνει πίσω του. Στην κοινωνία των ζωντανών. Διότι έτσι δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε ηθικά παραδείγματα, ούτε σημεία αναφοράς στη συμπεριφορά αυτών που συνεχίζουν. Και η συμπεριφορά αυτών είναι που μετράει και έχει πραγματικό αντίκτυπο. Είναι τουλάχιστον αφελές να υποκρινόμαστε ότι μπορεί να θιχτεί η αυτοεκτίμηση κάποιου ο οποίος έχει δει τα ραδίκια ανάποδα.

Αν κάτι είναι ανάρμοστο, είναι οι βρισιές απέναντι στον αποθανόντα. Διότι ουσιαστικά αυτές είναι εκφράσεις που χρησιμοποιούν την επίκληση στο συναίσθημα και αυτό είναι μάταιο να συμβαίνει απέναντι σε κάποιον που εξ’ ορισμού πλέον δεν μπορεί να αισθανθεί. Επίσης συνήθως αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν συνοδεύονται από περιγραφή συγκεκριμένων γεγονότων, έτσι χρησιμοποιούνται απλά ως δημιουργίες εντυπώσεων. Και αυτό ναι, είναι άδικο για αυτόν που έφυγε και για τους ανθρώπους που έτυχε να τον εκτιμήσουν.

Μόνο η ζωή μας υπάρχει. Και είμαστε οι υπεύθυνοι για το πως αυτή θα κριθεί, όταν έρθει η ώρα να τελειώσει. Το να ευελπιστούμε σε συγχώρεση ή σε λησμονιά των όποιων άσχημων στιγμών μας, το μόνο που μπορεί να μας κάνει να καταφέρουμε, είναι να αμβλύνουμε τις όποιες ηθικές αρχές θα έπρεπε να είχαμε. Και όλοι γνωρίζουμε το που μπορεί να οδηγήσει αυτό. Γνωρίζοντας ότι ούτε συγχώρεση υπάρχει, ούτε δικαίωση, τότε ίσως να έχουμε κάνει ένα καλό βήμα ώστε να φροντίσουμε την υστεροφημία μας, με άλλα λόγια να αξιοποιήσουμε ή τουλάχιστον να μην υποτιμήσουμε την ζωή μας, απέναντι στην κοινωνία που την φιλοξενεί.




Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Ανταγωνίζοντας τον εαυτό μας



Μία από τις πιο συχνές λέξεις της καθημερινότητας μας είναι ο «ανταγωνισμός». Υπάρχει πραγματικά παντού. Στους χώρους εργασίας, στις ανθρώπινες σχέσεις και γενικά σε όλα τα περιβάλλοντα τα οποία κινούμαστε.

Ανεξάρτητα του κατά πόσο αυτό, είναι υγιές σε μια κοινωνία, υπάρχει και ένα άλλο μέρος που επισκεπτόμαστε συχνά στη ζωή μας, συχνότερα από οποιοδήποτε άλλο και επικρατούν μεγάλες ποσότητες ανταγωνισμού. Το μυαλό μας.

Ναι, σε πολλούς από μας, ο εαυτός μας είναι ο μεγαλύτερος μας ανταγωνιστής. Ή μάλλον εμείς είμαστε οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές του. Και οι αυστηρότεροι κριτές του. Και δυστυχώς πολλές φορές οι μεγαλύτεροι εχθροί του.

Από μικρά παιδιά μας μαθαίνουν, να ανταγωνιζόμαστε συνεχώς τον εαυτό μας, να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι, να ξεπερνάμε τα όρια μας και μετά να ξαναπροσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα νέα που έχουμε δημιουργήσει.

Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αντίθετα είναι πολύ πιθανόν να έχει και θετικό αντίκτυπο, καθώς μας βοηθάει να βελτιώνουμε τον εαυτό μας, να κυνηγάμε νέες προκλήσεις και γενικότερα να εμπλουτίζουμε τη ζωή μας και την προσωπικότητα μας, με νέες πτυχές, νέες δυνατότητες.

Δυστυχώς όμως πάντοτε καραδοκεί και ο κίνδυνος της αποτυχίας, κάτι απολύτως φυσιολογικό σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, το οποίο ιεραρχεί τους ανθρώπους σε αποτυχημένους και επιτυχημένους, κάτι απόλυτα λογικό μια και αυτή είναι η φύση του ανταγωνισμού.

Και κάπως έτσι ο εξωτερικός ανταγωνισμός δίνει τη θέση στον εσωτερικό, μια και σε πολλούς ανθρώπους μετά από την κάθε αποτυχία, έρχεται η στιγμή της αυτοκριτικής, μίας διαδικασίας η οποία σε σωστή δόση μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη, αλλά σε υπερβολική μπορεί να καταλήξει πολύ επώδυνη και επιζήμια.

Στην περίπτωση αυτή, η διαδικασία ξεκινάει όταν κάποια επιλογή μας δεν εξελλίσεται όπως θα επιθυμούσαμε. Αρχίζουμε να σκεφτόμαστε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά, πως θα μπορούσαμε να χειριστούμε καλύτερα τα δεδομένα που είχαμε στη διάθεση μας, πως θα μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερες προβλέψεις και γενικότερα ακολουθεί μία υπερανάλυση επί των αναλύσεων. Η οποία πάντα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακόμα μία φορά τα κάναμε σκατά. Αλλιώς δεν θα ξεκινούσε καν όλη αυτή η ιστορία.

Αυτό όμως έχει αποτέλεσμα να αυξάνεται και η συναισθηματική μας πίεση απέναντι στους ίδιους μας τους εαυτούς. Η οποία αν συνεχιστεί, δεν είναι απίθανο να αποβεί κατασταλτικός παράγοντας για τις επόμενες προσπάθειες μας καθώς θα έχει χαντακωθεί η αυτοεκτίμηση μας και η πίστη στις δυνατότητες μας. Και γρήγορα θα εξωτερικοποιηθεί αυτή η πεποίθηση με συνέπεια να μας κάνει ακόμα ευάλωτους στον ανταγωνισμό που υπάρχει έξω από το κεφάλι μας.

Και πλέον γίνεται φανερό ότι όλη αυτή η τελετουργία που υποτίθεται θα έπρεπε να μας βοηθήσει στο να βελτιωθούμε, τελικά καταλήγει στο να μας κάνει περισσότερο αναποτελεσματικούς και το χειρότερο, δυστυχισμένους. Να αναλωνόμαστε μοιρολατρώντας για ένα παρελθόν το οποίο πλέον δεν είναι δυνατόν να αλλάξει και ταυτόχρονα να υπονομεύουμε το μέλλον μας.

Το συμπέρασμα που βγαίνει από όσα προαναφέρθηκαν παραπάνω δεν είναι ότι δεν πρέπει να κάνουμε αυτοκριτική. Είναι ότι όταν κατά τη διάρκεια αυτής είμαστε υπερβολικά αυστηροί με εμάς τους ίδιους τότε δεν καταφέρνουμε τίποτα παραπάνω από το να φθείρουμε τις ίδιες μας τις δυνάμεις που τόσο χρειάζονται στη ζωή μας. Αυτό που πρέπει να είμαστε είναι, δίκαιοι. Να αναγνωρίζουμε τα πιθανά σφάλματα μας αλλά και να τα αποδεχόμαστε έτσι ώστε μετά να μην τα επαναλάβουμε κάτι το οποίο θα καταφέρουμε μόνο αν δεν είμαστε δέσμιοι αυτών.

Σε τελική ανάλυση κανείς δεν μπορεί να είναι περισσότερο δίκαιος με μας από τον ίδιο μας τον εαυτό. Διότι εμείς και μόνο εμείς έχουμε το προνόμιο, να γνωρίζουμε όλες τις συνθήκες, όλες τις παρεμέτρους, εσωτερικές και εξωτερικές που μας οδήγησαν στην οποιαδήποτε επιλογή μας. Ας είμαστε αντάξιοι, λοιπόν, αυτού του προνομίου.



Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Η μοιρασιά μιας ανάμνησης



Στέκεται στη μέση μίας πλακόστρωτης οδού, ένα ηλιόλουστο καλοκαιρινό μεσημέρι. Πίσω του ο δρόμος κατηφορίζει. Μπροστά του ανηφορίζει. Στα δεξιά του, βρίσκεται ένα από τα κορυφαία μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, στο οποίο συρρέουν εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο, για να θαυμάσουν αυτό το διαχρονικό μεγαλείο αισθητικής.

Το βλέμμα του όμως δεν έχει κατεύθυνση προς τα εκεί. Το κεφάλι του γυρνάει διστακτικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, στα αριστερά, ώσπου αντικρίζει μία κοινή, πιο κοινή δεν γίνεται, υπερυψωμένη με λίγα πλατιά σκαλιά μπροστά της, είσοδο πολυκατοικίας. Εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα από αυτήν που έχει διαθέσιμη η άλλη πλευρά του ορίζοντα.

Ξαφνικά γύρω του σκοτεινιάζει τελείως απότομα, νυχτώνει. Στα σκαλιά μπροστά του πλέον κάθονται σχετικά κοντά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Καπνίζουν και συζητάνε. Είναι προφανές ότι και οι δύο λένε άλλα πράγματα από αυτά που σκέφτονται. Υπάρχει ένα εμφανές τρακ και στους δύο. Το αγόρι στρίβει ένα τσιγάρο και λίγα δευτερόλεπτα μετά το κορίτσι τον μιμείται και του ζητάει τον αναπτήρα του, αυτός ανταποκρίνεται και πάει να της το δώσει αλλά τη στιγμή που τα δύο χέρια εφάπτονται, τα μάτια τους εγκλωβίζονται στους άπειρους λαμπερούς αλληλοαντικατοπτρισμούς που δημιουργούνται μέσα σε αυτά. Και αντί για τον αναπτήρα αρχίζουν να ανταλλάσουν φωτιά. Μέσω των φιλιών. Των πρώτων τους.

Το φως επιστρέφει στον ουρανό, το νεαρό ζευγάρι εξαφανίζεται από τα σκαλοπάτια και αυτός νιώθει σαν να ξυπνάει απότομα από ένα όνειρο. Μόνο που γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν ήταν ένα όνειρο αυτό που μόλις βίωσε, αλλά μία ανάμνηση που τρέχει ζιγκ-ζαγκ πάνω στη γραμμή που διαχωρίζει την ευτυχία και την οδύνη, την γλύκα και την πίκρα, τον έρωτα και το μίσος, την αγάπη και την αδιαφορία.

Όλα αυτά που ακολούθησαν δηλαδή, αυτό το αγόρι και το κορίτσι από εκείνη τη στιγμή που μοιράστηκαν την φλόγα μέχρι και αρκετό καιρό μετά. Και όλα αυτά έρχονται στο μυαλό του, άναρχα, σαν μία σύνθετη αγέλη λεόντων και υαινών, να επιτίθεται σε ένα απομονωμένο ζώο. Αντιλαμβάνεται ο διαβάτης, ότι δεν είναι δίκαιο να επωμίζεται ολοκληρωτικά στους δικούς του ώμους, το βάρος της ανάμνησης αυτής. Σε έναν αξιοκρατικό κόσμο, η ανάμνηση αυτή και όλα τα παρελκόμενα της πρέπει να μοιραστεί σε όλους τους δικαιούχους της. Και στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει μόνο ένας ακόμα άνθρωπος που έχει πνευματικά δικαιώματα στην ανάμνηση αυτή, μια και όλοι οι υπολοιποι φυσιολογικά την αγνοούν. Το κορίτσι.

Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα. Η κατάφαση του αγοριού στο αίτημα του κοριτσιού, να μην ξαναεπικοινωνήσουν ποτέ, ακόμα και αν η ίδια αναγνώριζε ότι αυτό δεν το προκάλεσε κάποια λανθασμένη συμπεριφορά του, αλλά οι εξελίξεις της δικής της ζωής, της δικής της ψυχοσύνθεσης. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από αυτή την αποδοχή. Να την παραβιάσει τώρα; Και γιατί όχι, σκέφτεται. Υπήρξε πολύ αξιόπιστος απέναντι σε ένα άτομο του οποίου η αξιοπιστία προς αυτόν, είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενη. Όχι, δεν θα σηκώσει αυτό το βάρος μόνος του. Οι ήρωες δεν υπάρχουν πια.

Βγάζει φωτογραφία την είσοδο. Φαινομενικά η πιο ανούσια και κενή νοήματος, φωτογραφία που έχει βγάλει ποτέ. Μία απλή είσοδος πολυκατοικίας. Στην πραγματικότητα όμως είναι η πιο περιεκτική φωτογραφία, τόσο πλεονάζουσα νοήματος για τον ίδιο. Ετοιμάζεται να τη στείλει στο κορίτσι. Αλλά γιατί θέλει να τη στείλει; Τι επιδιώκει; Αν το «βάρος» της ανάμνησης είναι η αιτία, ο στόχος του ποιος είναι; Να τεστάρει την μνήμη της και να θρυμματίσει έστω και για λίγο την τόσο αγαπητή για αυτή, ηρεμία; Να αποτελέσει αφορμή για να τη συναντήσει και να την απολαύσει να λέει ότι περνάει όμορφα τη ζωή της; Ή απλά να κρίνει από την όποια απόκριση της, αν τυχόν υπήρξε ποτέ τόσο σημαντικός για αυτή όσο η ίδια του έλεγε κάποτε, με την αξιοπιστία που προσδίδει η χρονική απόσταση από την τελευταία τους επικοινωνία; Αν τελικά εκείνο το βράδυ στο παγκάκι, είχε να κάνει με μία ακόμα σοφιστικέ «χαζογκόμενα» ή με μία πολύ περίπλοκη, για αυτόν, ψυχή; Αν τελικά αυτή η ιστορία, ήταν μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία ή μία μεγάλη μαλακία.

Προτού καν αποφασίσει, πατά το κουμπί της αποστολής. Αναρωτιέται τι θα απαντήσει. «Θυμάμαι.»; «Παράτα με!»; «Τι είναι αυτό;»; Τίποτα;

Παίρνει την κατηφόρα. Έχει να επισκευθεί ένα μνημείο.




Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Συντροφιά με το "Ρεμπέτικο"


«Άνδρα και γείτονα και φίλε, στη φτώχεια και την προσφυγιά, μία παγωμένη σπίθα στείλε, να σου την κάνω πυρκαγιά.»

Όταν ένας άνθρωπος μεταναστεύει, βρίσκεται σύντομα στο σημείο οπού συνειδητοποιεί ότι μέσα του κυριαρχούν δύο, φαινομενικά, αντικρουόμενα συναισθήματα. Λέω «φαινομενικά» διότι οι άνθρωποι έχουμε πολλές φορές τη λανθασμένη αντίληψη ότι το παρελθόν και το μέλλον είναι δύο θανάσιμοι εχθροί, ενώ στην πραγματικότητα είναι δύο ανταγωνιστικοί φίλοι.

Κάπως έτσι και ο μετανάστης, βρίσκεται πολλές φορές στο νοητικό μεταίχμιο της προσαρμογής με το καινούριο περιβάλλον της ζωής του και της διατήρησης της μνήμης του προηγούμενου, στο οποίο η προσωπικότητα του θεμελιώθηκε. Κάποιοι από τους μετανάστες. μη μπορώντας να διαχειριστούν και τα δύο συναισθήματα ταυτόχρονα, είτε αποκηρρύτουν τελείως το πολιτισμικό παρελθόν και πέφτουν με τα μούτρα στο αντίστοιχο μέλλον τους, μόνο και μόνο για να απογοητευτούν μια και ο παράδεισος δεν υπάρχει πουθενά, είτε επειδή δεν μπορούν να προσαρμοστούν με τα νέα δεδομένα, δεσμεύονται αρρωστημένα με την κληρονομιά τους και αρχίζουν να πιστεύουν σε πολιτισμικές ανωτερότητες, κατωτερότητες και άλλες ιστορίες για αγρίους.

Εγώ ευτυχώς ποτέ δεν βρέθηκα σε τέτοια θέση. Βρισκόμενος σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον(μόνο στην εταιρεία που δουλεύω, εργάζονται 105 διαφορετικές εθνότητες) κράτησα ασίγαστη την επιθυμία μου να γνωρίσω άλλες κουλτούρες και κυρίως εννοείται την Ολλανδική, αλλά ποτέ δεν ξέχασα και την ελληνική που κουβαλάω, γνωρίζοντας ότι αυτή, ή πτυχές αυτής, είναι που μπορεί να με εκφράσει καλύτερα, μια και αυτή φυσιολογικά με καθόρισε. Έτσι ώστε και εγώ με την προσωπικότητα μου, από το μικρό μου το μετερίζι, να δώσω κάτι, ελπίζω όμορφο, όπως τα τόσο όμορφα πράγματα που δίνουν σε μένα και οι υπόλοιποι εκπρόσωποι των διάφορων γωνιών της Γης. Και ξανατονίζω εδώ δεν υπάρχουν ιεραρχίες και κατατάξεις. Τα περισσότερα παιδιά αγαπούν τις μάνες τους, χωρίς να τις θεωρούν καλύτερες από τις άλλες και μάλιστα αναγνωρίζοντας και τα στραβά τους.

Κάπως έτσι και εγώ μετά από μία υποσυνείδητη αναζήτηση, κατέληξα σε ένα κατ’ εξοχήν υποκατάστατο, αυτής της ιδιότυπης «μητρικής στοργής» που μου έλειπε. Όχι, δεν ήταν κάποιος που φορούσε πανοπλίες, κρατούσε σπαθιά και κατακτούσε μακρινές χώρες, δεν με εκφράζουν τέτοιοι τύποι, ακόμα και αν έχω την μαζοχιστική τάση να μαθαίνω για αυτούς. Εγώ το βρήκα το υποκατάστατο στην τέχνη. Στον κινηματογράφο και κυρίως στη μουσική. Στο «Ρεμπέτικο». Όχι τόσο την ταινία αλλά κυρίως το
soundtrack της, το οποίο θεωρώ έναν από τους κορυφαίους δίσκους της Ελληνικής δισκογραφίας και το οποίο εκφράζει απόλυτα την κυρίαρχη, στο γενεαλογικό μου δέντρο, προσφυγική μου καταγωγή.

Έχω πιάσει τον εαυτό μου άπειρες φορές, όπως τώρα που ο συγκάτοικος μου ξενοκοιμάται και εγώ έχω βάλει λίγο τσίπουρο-λάφυρο από την τελευταία μου επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, να «χαόνομαι» στους τόσο αρμονικούς συνδυασμούς της μουσικής του Σταύρου Ξαρχάκου και τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, ακούγοντας χωρίς διάλειμμα όλες αυτές τις μικρές όμορφες ιστορίες που διηγούνται στο δίσκο διάφοροι, κορυφαίοι μεν, όχι τόσο αναγνωρίσιμοι δε, τραγουδιστές. Από το τόσο κοινό και ταυτόχρονα αυτοβιογραφικό «Μάνα μου Ελλάς» με τους αμανέδες του συγκινητικού Νίκου Δημητράτου, στο ανατολίτικο μοιρολόι «Στης πίκρας τα ξερόνησα», έπειτα στο φτιαγμένο για να είναι «ανεβαστικό» «Έλα απόψε στου Θωμά»(σε στίχους Κώστα Φέρρη), στο αγνότερο καψουροτράγουδο όλων των εποχών «Ειρηνάκι», στο βυζαντινό «Ιμιτλερίμ», μετά στο βαρύ, λιτό και απέριττο ζεϊμπέκικο «Εμένα λόγια μη μου λες», πριν το γλυκά κωμικό «Στην Αμφιάλη» και μετά στον υπαρξιακό οργασμό που διηγείται «Το δίχτυ» με τη βαρύτονη χροιά του κοντοχωριανού μου, Τάκη Μπίνη, στο «Στη Σαλαμίνα» με τη σπαρακτική ερμηνεία του ιδίου και τελικά στην κατανυκτική τελετή που αναπτύσσεται στο «Το πρακτορείο» σε ερμηνεία του ίδιου του Ξαρχάκου.

Και ανάμεσα σε όλα αυτά, υπέροχα
instrumental αποσπάσματα, μνημεία αυτοσχεδιασμού. Και ένα τραγούδι ακόμα, το οποίο επίτηδες δεν το ανέφερα ανάμεσα στα προηγούμενα αν και είναι το πιο δημοφιλές, διότι ο πολύ πρόσφατος θάνατος της ερμηνεύτριας  του, Σωτηρίας Λεονάρδου, αποτέλεσε την αφορμή για το παρόν κείμενο. Το «Καίγομαι-Καίγομαι». Μπορεί να υπάρχει, κάπου στην Ανδαλουσία ή στη Σικελία ή στην Κιλικία, αλλά εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω άλλο τραγούδι που να αποτυπώνει με τόση ακρίβεια, τη γλυκόπικρη παράνοια που διακατέχει τη Μεσογειακή ψυχοσύνθεση. Όποιος έχει ταξιδέψει στη Μεσόγειο και έχει ζήσει και στον Ευρωπαϊκό Βορρά, μπορεί να καταλάβει τι εννοώ.

Και μπορεί να καταλάβει και την ανώριμη τάση που έχουν πολλοί άνδρες, μεταξύ τους δυστυχώς και εγώ, να δημιουργούν ασυναίσθητα πρότυπα, όχι προς μίμιση αλλά προς διευκόλυνση της εγκεφαλικής λειτουργίας που προσπαθεί, μάταια, να ταξινομήσει την αδιανόητη γυναικεία ομορφιά που υπάρχει στη Γη. Και πέρα από την υπέροχη φωνή της που τη δώρισε και σε άλλα τραγούδια, άλλων συνθετών όπως του Άσιμου, είναι και αυτή η εικόνα της Μαρίκας που τόσο γοητευτικά απέδωσε στην ταινία και αποτέλεσε εφόδιο του δικού μου διευκολυντικού προτύπου, στο κεφάλαιο «Ελληνική γυναικεία ομορφιά». Με αυτά τα μάτια που το φάσμα των χρωμάτων που δημιουργούνταν στην επιφάνεια τους, να θυμίζει την Ανατολή και τη λευκή επιδερμίδα που φέρνει στο νου τη Δύση.

Διότι όπως και ο δίσκος το «Ρεμπέτικο», έτσι και η ίδια η «Μαρίκα», απεικόνισαν, άθελα τους μάλλον, με περισσότερη ακρίβεια από κάθε άλλον το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία από αυτές τις  χώρες που είναι τόσο ισορροπημένα μοιρασμένες, στη Δύση και στην Ανατολή.

Με ότι καλό και κακό, σημαίνει αυτό.




Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Όταν τα σύμβολα υποκαθιστούν τις έννοιες



Από τη στιγμή που γεννιόμαστε οι άνθρωποι, δεχόμαστε πληροφορίες. Βασικά δεν τις δεχόμαστε απλά, βομβαρδιζόμαστε από αυτές. Κάθε δευτερόλεπτο μία νέα γνώση εισέρχεται μέσα στον εγκέφαλο μας και παίρνει τη θέση που της καταχωρούμε, πολλές φορές τελείως ασυνείδητα χωρίς κάποια συγκεκριμένη διαδικασία.

Για να την παλέψουμε με αυτή την ιδιόρρυθμη υπερβολική δόση, ειδικά στη σύγχρονη εποχή που είναι τιγκαρισμένη από ερεθίσματα κάθε τύπου και για να μην έχουμε πονοκέφαλο στην καλύτερη περίπτωση ή να μην τινάξουμε τα μυαλά μας στον αέρα στη χειρότερη, αναγκαζόμαστε να τις ταξινομήσουμε. Και επειδή πολλές φορές κάποιες από αυτές τις πληροφορίες έχουν κοινή θεματική και μας διεγείρουν κοινά μεταξύ τους συναισθήματα, τις ομαδοποιούμε.

Αλλά αυτό δεν αρκεί για να πετύχουμε μία υποφερτή ροή πληροφοριών μέσα στους νευρώνες μας. Χρειάζεται αυτά τα σύνολα πληροφοριών να τα χαρακτηρίσουμε κάπως. Και ύστερα, αν είναι δυνατό να τα ενσαρκώσουμε ώστε να έχουν αντίκτυπο στην πραγματικότητα που αντιλαμβάνονται οι περιορισμένες μας αισθήσεις. Για να τα χαρακτηρίσουμε έχουμε τις λέξεις. Για να τα ενσαρκώσουν υπάρχουν τα ξαδελφάκια των λέξεων. Τα σύμβολα.

Είναι ειρωνεία μεγάλη, το γεγονός ότι μία λέξη που δεν εκφέρεται τόσο συχνά στην καθημερινότητα μας, στην πραγματικότητα βρίσκεται παντού γύρω μας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως όσα αντικείμενα υπάρχουν, ακόμα και αυτή τη στιγμή, τριγύρω μας έχουν μία υποψήφια συμβολική χρήση, γεννάνε δηλαδή παραίτερες σκέψεις και συναισθήματα. Ναι, ακόμα και αυτό το άπλυτο πιάτο που βρίσκεται 10 εκατοστά μακριά από το λάπτοπ μου, συμβολίζει αρχικά ότι πάλι έφαγα σαν ζώο και έπειτα ότι πάλι βαρέθηκα να το ρίξω στο πλυντήριο πιάτων.

Φυσικά όλοι οι συμβολισμοί δεν είναι ισότιμοι. Θα παραφρονούσαμε τελείως σε μία τέτοια περίπτωση. Ανάλογα με τις πληροφορίες που εισπράττουμε και την αξία που τις δίνουμε, ανάλογη αξία αποκτούν και τα σύμβολα που τις αντιπροσωπεύουν. Προφανώς και εγώ έχω στον πάτο του συστήματος αξιών των πληροφοριών που λαμβάνω, το προαναφερόμενο πιάτο, ενώ αντίθετα ένα τραγούδι το οποίο υπενθυμίζει ( = συμβολίζει) μία έντονα συναισθηματικά φορτισμένη εμπειρία, το έχω αρκετά ψηλά.

Στη δεύτερη περίπτωση όμως είναι που σοβαρεύουν τα πράγματα. Και σοβαρεύουν ακόμα περισσότερο όταν αυτά τα σύμβολα, έχουν διάδραση πιο συλλογική, από ένα που αντιπροσωπεύει μία αυστηρά προσωπική ανάμνηση. Εκεί είναι που τα σύμβολα μπορεί να αποκτήσουν επικίνδυνες ιδιότητες, διότι όταν ένα σύμβολο είναι κοινό για ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικά βιώματα και διαφορετικούς τρόπους αντίληψης της πραγματικότητας, να κληθούν να αποδώσουν ο καθένας του την ερμηνεία του, για το ίδιο ακριβώς αντικείμενο. Και προφανώς οι ερμηνείες αυτές θα είναι διαφορετικές. Και συνήθως αντικρουόμενες.

Και η ένταση της σύγκρουσης των ερμηνειών αυξάνεται, όταν πλέον ξεφεύγουμε από τα υλικά, χειροπιαστά σύμβολα και φτάνουμε στις συμβολικές πράξεις. Ένα επίκαιρο παράδειγμα είναι η πρόσφατη ιστορία με την παρέλαση στη Νέα Φιλαδέλφια. Οι παρευρισκόμενοι και όχι μόνο, από τη μία πλευρά και οι κοπέλες που «έσπασαν» τους κανόνες της παρέλασης και όσοι βρήκαν κάποιον εύστοχο συμβολισμό σε αυτή την πράξη, από την άλλη. Οι πρώτοι διατυμπανίζουν ότι η παρέλαση γίνεται για να τιμηθεί η μνήμη των ανθρώπων που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για να αποτραπεί η κατάληψη της χώρας από τους
original φασίστες ενώ μόλις δύο-τρεις μέρες πριν στελέχη της κυβέρνησης απέδωσαν διαφορετικές ερμηνείες. Και ναι, εκεί δεν κουνήθηκε φύλλο. Διότι μπορεί να διαταράχθηκε η έννοια αλλά δεν διαταρράχθηκε το σύμβολο. Αντίθετα, από τη μεριά των κοριτσιών μπορεί εύκολα κάποιος να εντοπίσει τον συμβολισμό, απέναντι στον πόλεμο αυτό-καθεαυτό, στον ίδιο τον τρόπο απόδοσης τιμών στους ήρωες του Αλβανικού Μετώπου αλλά και στον ρηχό, για την μόστρα, πατριωτισμό των επισήμων και όχι μόνο.

Το τελευταίο αποδείχτηκε με την αδράνεια αυτών, για την προαναφερόμενη απόπειρα αλλοίωσης της πραγματικής ουσίας και έννοιας του Αλβανικού έπους, σε συνδυασμό με την παρορμητική και θορυβώδη αντίδραση για την σάτυρα της παρελασης. Και έτσι έγινε προφανές ότι το σύμβολο το ίδιο υποκατέστησε σε αξία την έννοια που θα έπρεπε απλά να αντιπροσωπεύει.

Και όταν σε μία κοινωνία τα σύμβολα υποκαθιστούν τις έννοιες που αντιστοιχούν, σημαίνει αυτόματα ότι αυτή η κοινωνία έχει πληθώρα εικόνων-αντικειμένων που στερούνται νοήματος και συναισθήματος. Είναι μία κοινωνία, μόνο για τα πανηγύρια.




Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Η ιστορία των δύο ιδρυτών της Χιλής



Τις προάλλες καθόμουν στο στέκι μου και μεταξύ των ατόμων της παρέας μου βρισκόταν ένας Χιλιανός μάγειρας τον οποίο έβλεπα πρώτη φορά. Κάποια στιγμή πιάσαμε την κουβέντα και σύντομα του ανέφερα ότι διάβασα πρόσφατα ένα βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε, το «Ινές, Ψυχή μου».

Αντέδρασε αναφέροντας ότι τη γνωρίζει προσθέτοντας ότι είναι η ανιψιά του πρώην προέδρου τους, Σαλβαντόρ Αλιέντε. Μετά από μία συζήτηση σχετικά το πραξικόπημα του 1973, όπου έβριζε τη
CIA και τον Πινοσέτ και στην οποία μου ανέφερε το πόσο καλός πρόεδρος είχε υπάρξει ο Αλιέντε, θυμήθηκα να του επισημάνω δύο από τα πρωταγωνιστικά ονόματα του βιβλίου που είχα διαβάσει.

Ξεκίνησα με το όνομα «Λαουτάρο». Χάρηκε, κάτι αναμενόμενο κρίνοντας από τα ξεκάθαρα Ινδιάνικα του χαρακτηριστικά. Συνέχισα με το «Πέδρο ντε Βαλδίβια». Κόντεψε να φτύσει το ποτό του, επίσης αναμενόμενη αντίδραση. Και οι δύο αυτοί τύποι θεωρούνται εθνικοί ήρωες της Χιλής, ο πρώτος διότι ήταν ο πρώτος στρατηγός της, ο δεύτερος διότι ήταν αυτός που ίδρυσε το σημερινό κράτος της Χιλής.

Γιατί όμως ο συμπαθής Χιλιανός μάγειρας, είχε τόσο διαφορετικές αντίδρασεις στο άκουσμα των δύο ονομάτων; Για να γίνει κατανοητό θα πρέπει να υπάρξει μία σύνοψη της ιστορίας αυτών των δύο ανθρώπων.

Όλα ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1540. Ο Πέδρο ντε Βαλδίβια, βετεράνος στρατιωτικός, ήρωας της μάχης της Παβία που έγινε το 1525, είναι ο επίσημος απεσταλμένος του Ισπανικού στέμματος για την εξερεύνηση της Χιλής και ταυτόχρονα την, αν χρειαστεί (δηλαδή αν έχει αρκετό χρυσάφι και γενικά πλουτοπαραγωγικές πηγές), υποταγή των ντόπιων πληθυσμών, με προεξάχοντες τους ινδιάνους Μαπούτσε και την ίδρυση της αποικίας.

Η αποστολή του, παρά τις κακουχίες, τις αναποδιές, τα οικονομικά προβλήματα και την αντίσταση των Μαπουτσε, προχωράει με επιτυχία. Έχει ήδη ιδρύσει το Σαντιάγο, τη σημερινή πρωτεύουσα της Χιλής. Οι άντρες του πολλές φορές επιδίδονται σε αγριότητες, τις οποίες ο ίδιος δεν πολυεγκρίνει αλλά δεν κάνει και τίποτα για να τις σταματήσει.

Μία μέρα, οι στρατιώτες του ανέφεραν ότι βρήκαν ένα εγκαταλελειμένο αγόρι Μαπούτσε, γύρω στα 10, να είναι μόνο του στη ζούγκλα. Ο άτεκνος Πέδρο ντε Βαλδίβια με την παραίνεση της ερωμένης του, Ινές, αποφάσισε να το «υιοθετήσει» ανεπίσημα και να τον κάνει προσωπικό του ιπποκόμο. Τον βαφτίσαν κιόλας, Φελίπε.

Τα χρόνια περνούσαν και ο Φελίπε έμαθε Ισπανικά, έγινε πολύ καλός ιπποκόμος έχοντας εξαιρετική επικοινωνία με τα άλογα και φαινόταν ότι αυτό το πρώτο πείραμα εκχριστιανισμού ενός Ινδιάνου, για τη Χιλή, θα στεφόταν με επιτυχία. Όλα αυτά μέχρι το 1551, τη χρονιά δηλαδή που ο Φελίπε έγινε 18 ετών. Εκείνη τη μέρα οι φρουροί του Σαντιάγο άρχισαν να ουρλιάζουν για συναγερμό. Ο Πέδρο ντε Βαλδίβια έτρεξε στο σημείο, όπου βρήκε το κεφάλι του αλόγου του καρφωμένο σε ένα πάσαλο. Και ο Φελίπε, ο ιπποκόμος του, εξαφανισμένος. Το είχε σκάσει.

Λίγο καιρό μετά, οι Μαπούτσε ξεκίνησαν γενικευμένη εξέγερση. Οι μάχες με τους Ισπανούς αποίκους ήταν σκληρές και αμφίρροπες πολλές φορές, μια και οι τελευταίοι είχαν διαπιστώσει ότι οι, άλλοτε, δεσιδαίμονες και ανίκανοι να τους αντιμετωπίσουν Ινδιάνοι, πλέον ήξεραν πολύ καλά τις στρατηγικές τους, είχαν κατασκευάσει μέχρι και πανοπλίες. Οι φήμες που έφτασαν στα αυτιά τους ήταν ότι ένας νεαρός Μαπούτσε, ο Λαουτάρο, ηγούταν της επανάστασης.

Σε μία από αυτές τις μάχες, στις οποίες οι Μαπούτσε νίκησαν, συνελήφθη και ο Πέδρο ντε Βαλδίβια. Από τις προφορικές ιστορίες που διαδίδονταν, άγνωστο κατά πόσο ήταν αληθινές ή μη, ο Πέδρο ντε Βαλδίβια αφού ξυλοκοπήθηκε, ετοιμαζόταν για το επόμενο επεισόδιο στο μαρτύριο του. Ήταν σίγουρος για τον θάνατο του, μέχρι που μία ηλιαχτίδα ελπίδας έλαμψε στα μάτια του, όταν είδε ένα ηγετικό στέλεχος των Μαπούτσε να τον πλησιάζει. Ήταν ο Φελίπε, ο θετός γιος του. Ή αλλιώς, ο Λαουτάρο, το όνομα που σίγουρα ο ίδιος προτιμούσε. Ο Λαουτάρο τον πλησίασε, ο ντε Βαλδίβια άρχισε να του υπενθυμίζει την αγάπη που του έδειξε όσο τον είχε υπό την προστασία του. Η αντίδραση του Λαουτάρο ήταν ένα ειρωνικό χαμόγελο. Και έπειτα ένα φτύσιμο στο πρόσωπο του ντε Βαλδίβια.

Ο τελευταίος πλέον έχασε και τη μοναδική ελπίδα του. Τις επόμενες μέρες θα έβλεπε τους Μαπούτσε να τον κόβουν προσεκτικά, κομμάτια από το κορμί του και να τα τρώνε μπροστά του. Όταν πλέον δεν είχαν απομείνει μύες στα χέρια και στα πόδια του, ο Λαουτάρο τον πλησίασε μία ακόμα φορά, κρατώντας μία μεγάλη κανάτα που περιείχε καυτό λιωμένο χρυσάφι. Άνοιξε το στόμα του ημιθανή αιχμαλώτου του και το έχυσε. Ο Πέδρο ντε Βαλδίβια, ήταν νεκρός.

Τα επόμενα χρόνια οι Ισπανοί αντεπιτέθηκαν, σκότωσαν και τον Λαουτάρο μετά από ενέδρα και τελικά υπέταξαν τους Μαπούτσε. Η Χιλή όπως την ξέρουμε σήμερα, ήταν πλέον γεγονός. Και η χώρα αυτή, ή έστω μέρη της, τιμούν και δοξάζουν δύο ανθρώπους τόσο αντίθετους μεταξύ τους, που ο ένας βρήκε το θάνατο από τα χέρια του άλλου. Και είναι τα γεγονότα αυτά, αντιπροσωπευτικά τόσο της Χιλιανής Ιστορίας όσο και της σύγχρονης κοινωνίας της.

Υ.Γ. Όλες οι παραπάνω πληροφορίες, αντλήθηκαν κυρίως από το βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε «Ινές, ψυχή μου», στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ακόμα και η εύρεση του Λαουτάρο, ήταν σχέδιο της φυλής του, ώστε να μάθουν περισσότερα πράγματα για τους αλλόκοτους εχθρούς τους.




Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Γιατί μας ελκύουν, τύποι σαν τον Joker;



Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα των τελευταίων ημερών, τουλάχιστον όσον αφορά τα καλλιτεχνικά δρώμενα, ήταν η προβολή της ταινίας «Joker». Ένα κινηματογραφικό έργο πολυαναμενόμενο, καθώς μήνες τώρα, η ιδιοφυής σε θέματα marketing βιομηχανία του Χόλιγουντ, είχε καταφέρει με πολύ ενδιαφέροντα τρέηλερ να κινήσει την περιέργεια του κοινού. Σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστικός ρόλος αναπτύσσεται από έναν από τους χαρισματικότερους σύγχρονους ηθοποιούς, τον Χοακίν Φοίνιξ, η αδημονία των σινεφίλ και μη χτύπησε κόκκινο.

Δεν την έχω δει την ταινία, αλλά αν κρίνω από τις κριτικές και τα σχόλια, ενώ έχω καταφέρει να γλιτώσω τα
spoilers, δικαιώνει και με το παραπάνω τις όποιες προσδοκίες είχαν δημιουργηθεί. Και έχω την αίσθηση, ότι έχω δημιουργήσει μία στιβαρή εντύπωση για την επιφάνεια της ταινίας, το θεματικό περιβάλλον δηλαδή στο οποίο εκτυλίσσεται. Ποιο είναι αυτό; Ένας άνθρωπος, ο οποίος αντιμετωπίζει μία ψυχασθένεια, άγνωστο ακόμα σε μένα σε ποιο βαθμό, ο οποίος έχει τεθεί στο περιθώριο από την κοινωνία, νιώθει συνεχώς την περιφρόνηση από τους υπόλοιπους ανθρώπους και τελικά με κάποια αφορμή/ες, που δεν τις γνωρίζω ακόμα, γυρνάει ο διακόπτης και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία υλοποίηση της εκδίκησης του, συνειδητή ή μη, που βρίσκει όμως και μιμητές/οπαδούς, ξανά χωρίς να γνωρίζω αν αυτό είναι μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου, ή απλά συμβαίνει φυσικά. Θα μου άρεσε, νομίζω, περισσότερο η δεύτερη πιθανότητα.

Αλλά τι είναι αυτό που κάνει τον Τζόκερ, ελκυστικό; Θέλω να πω, γιατί τόσος κόσμος να γοητεύεται από την εξέλιξη της παραπάνω πλοκής; Γιατί γουστάρουμε κατά βάθος τους αντιήρωες, αυτούς που βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο και τελικά με έναν ανορθόδοξο τρόπο, βρίσκονται στο προσκήνιο, με όλη αυτή τη διαδικασία να προδίδει και τις παθογένειες της σύγχρονης ανθρωπότητας; Δεν συμβαίνει πρώτη φορά. Έχει γίνει με τον
Travis Bickle στο Taxi Driver(παρεπιπτόντως ήδη έχουν αρχίσει οι συγκρίσεις και οι παρομοιώσεις, κάτι λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι συμμετέχει ο Σκορσέζε στην παραγωγή), έχει γίνει στο Fight  Club, συμβαίνει τώρα και στον Τζόκερ. Γιατί μας γοητεύουν αυτοί οι losers; Γιατί τους έχουμε ανάγκη στην τελική;

Αρχικά, ας δούμε λίγο τις σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες. Αν υπάρχει ένα βασικό χαρακτηριστικό σε όλες τους, είναι η εξής μία έννοια. Η ιεραρχική δομή τους, απόρροια του γεγονότος ότι είναι βασισμένες πάνω στις ανισότητες. Υπάρχουν οι έξυπνοι και οι χαζοί, οι όμορφοι και οι άσχημοι, οι πλούσιοι και οι φτωχοί και η λίστα είναι ατέλειωτη, ειδικά αν προστεθούν σε αυτή οι ενδιάμεσες υποδιαιρέσεις των διπόλων. Όμως δεν χρειάζεται να είναι κανείς διάνοια για να αναγνωρίσει, ότι κάθε ιεραρχία, κάθε κατάταξη, πέρα από τις θέσεις στην κορυφή και τη μέση, έχει θέσεις και στον πάτο. Και αυτοί που τις κατοικούν, συνήθως θεωρούν ότι άδικα βρέθηκαν εκεί και μεταξύ μας, δεν έχουν πάντα άδικο.

Όπως και να έχει όμως, είναι γεγονός ότι σε όλο αυτό το (τεχνητό) παιχνιδάκι του ανταγωνισμού, τύποι σαν τον Άρθουρ Φλεκ, είναι οι μόνιμα χαμένοι. Και εδώ έρχεται το σημείο που ο κάθε Τζόκερ αρχίζει να μοιάζει πιο γνώριμος για αυτούς που βρίσκονται στη μέση της κατάταξης και σίγουρα πιο συμπαθής από τον κάθε
Sin Boy και Kim Kardashian. Διότι το συναίσθημα της ήττας, το οποίο στον πάτο της κατάταξης είναι μία καθημερινότητα, είναι επίσης αρκετά συνηθισμένο για αυτούς που βρίσκονται στη μέση και γνωρίζουν ότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να φτάσουν, στην τόσο υπερπροβεβλημένη κορυφή, εικόνες της οποίας κατακλύζουν τις αισθήσεις τους μέσω των ΜΜΕ.

Ο άκρατος αυτός ανταγωνισμός, ο οποίος επιβάλλει να υπάρχουν συνεχώς νικητές και χαμένοι, η σύγκριση που έρχεται σαν συνέπεια, και η συνειδητοποίηση ότι βρέθηκε στη λάθος πλευρά, έστω και λίγες, αλλά κρίσιμες στιγμές στη ζωή, είναι αυτός που κάνει τη φυσική τάση του ανθρώπου για φιλόδοξες σκέψεις, να αναστραφεί και να δώσει χώρο στην οργή, την αγανάκτηση και φαντάζομαι αν υπάρχει και «πρόσφορο» έδαφος, στην ψυχασθένεια, ήπια ή και βαριά, να ρίξει δηλαδή, λάδι στη φωτιά.

Την οποία φωτιά την κρύβουμε όλοι μας επιμελώς, είτε με την καλλιτεχνική έκφραση, είτε με την ψυχαναγκαστική προσπάθεια για αυτοβελτίωση, είτε με τις ψυχαναλύσεις, είτε με τα ψυχοφάρμακα, είτε με τις καταχρήσεις αλκοόλ και ναρκωτικών. Όλα αυτά τις περισσότερες φορές είναι αρκετά και βοηθάνε ώστε να διαχειριστεί κάποιος το λάδι που του προσφέρουν απλόχερα κάθε φορά που του υπενθυμίζουν το πόσο «λίγος» έχει υπάρξει. Φουντώνει η φλόγα, αλλά είτε βρίσκει τρόπο διαφυγής, είτε απλά το καζάνι είναι πολύ ανθεκτικό. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση, όσο ανθεκτικό και να είναι το καζάνι, τις δονήσεις θα τις νιώσει ο κάτοχος του και σίγουρα θα του έρθει στο μυαλό το πόσο ωραία θα ήταν να γίνει το μπαμ και να λυτρωθεί ή και να εκδικηθεί με τα θραύσματα.

Και αυτό το «μπαμ» είναι που, φαντάζομαι, του παρουσιάζει η ταινία. Και όσο και να μην το παραδέχεται, ικανοποιείται με το θέαμα του ότι κάποιος το πέτυχε. Νιώθει μία μικρή ταύτιση, μία συναισθηματική παρηγοριά που δεν του πρόσφερε ποτέ κανένας από αυτούς που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία. Ανακαλύπτει ότι κρύβει μέσα του έναν Τζόκερ. Τον οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα τον κρύψει καλά, καθώς αυτός τον τρομάζει περισσότερο, από το περιβάλλον που τον καλλιέργησε μέσα του. Θα τον κρύψει. Για την ώρα, τουλάχιστον.




Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Μία σύντομη ερμηνεία της κατάστασης στη ΒΑ Συρία



Πριν λίγες μέρες ξεκίνησε η εισβολή του Τουρκικού στρατού, στη Βόρεια Συρία, ενάντια των Κούρδων και των Αράβων, που έχουν χτίσει μία ιδιαίτερη κοινωνία εκεί. Αυτό ήταν αναμενόμενο, ειδικά μετά την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από εκεί. Σε όλη αυτή την ιστορία, αναπτύσσεται μία κατάσταση ως συνιστώσα πολλών παραγόντων. Το ποια θα είναι η έκβαση της, θα φανεί, ίσως και σύντομα, όπως και αν θα δικαιωθούν οι όποιες αρχικές εκτιμήσεις, ή αν θα υπάρξει κάποια ανατροπή συσχετισμών όπως συχνά συμβαίνει σε τεταμένες καταστάσεις. Μην ξεχνάμε ότι όσα βλέπουμε εμείς δεν είναι ούτε ένα μικρό κομμάτι από όσα εκτυλίσσονται πίσω από τις κάμερες. Αλλά το ζήτημα του παρόντος κειμένου, είναι πως την προκαλούν και τι επιδιώκουν αυτοί οι παράγοντες.

Θεωρώ ότι όλη αυτή η ιστορία, είναι win-win που λέμε και στη δουλειά μου, για όλους τους άμμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενους, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, εκτός εννοείται από τους ίδιους τους Κούρδους. Και τους νεαρούς Τούρκους στρατιώτες που θα χάσουν τη ζωή τους ή κάποια μέλη του κορμιού τους, τις επόμενες μέρες για τα συμφέροντα των μεγάλων.  Τούρκοι στρατιώτες που είχαν την ατυχία να μην έχουν βίσμα για να τους στείλουν στον Έβρο. Κακομοίρηδες με άλλα λόγια. 

Ξεκινάω από τον Ερντογάν. Ο επίδοξος Σουλτάνος, έχει να κερδίσει σε πολλαπλά επίπεδα, αν η έκβαση της εισβολής είναι πετυχημένη. Αρχικά ξεμπερδεύει με μία εχθρική, έστω και σε εθνικό-ιδεολογικό μόνο επίπεδο, κρατική οντότητα στα σύνορα του, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνει καθοριστικά τις όποιες Κουρδικές βλέψεις υπάρχουν εντός Τουρκίας. Ταυτόχρονα πετυχαίνει μία συσπείρωση, που τόσο έχει ανάγκη, μέσα στον Τούρκικο λαό, μια και ακόμα και οι αντικαθεστωτικοί και οι προοδευτικοί, δεν είναι ενάντια στην εισβολή, αντίθετα την θεωρούν ένα αναγκαίο κακό. Τέλος ενισχύει καθοριστικά την πολιτική και διπλωματική του ισχύ ενόψει των κοκορομαχιών που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια σχετικά με τους υδρογονάνθρακες σε Αιγαίο και Κύπρο. Μην σας κάνει εντύπωση αν "λυθεί" και το Κυπριακό τα επόμενα χρόνια, υπερ της Τουρκίας βεβαίως. Σε περίπτωση αποτυχίας, μπορεί να μιλήσουμε και για το πολιτικό τέλος του Ερντογάν, καθώς τα εκεί κοράκια καραδοκούν.

Όσον αφορά τον Άσαντ, έχει φτάσει σε ένα σημείο που και μόνο να διατηρήσει την καρέκλα του, του αρκεί. Ούτως ή άλλως η Βόρεια Συρία είναι χαμένη υπόθεση για αυτόν εδώ και χρόνια, είτε κατέληγε στον ISIS, είτε στους Κούρδους, είτε στους Τούρκους, μια και ο ίδιος την εγκατέλειψε στην τύχη της προκειμένου να σώσει το κέντρο της εξουσίας του. Εφόσον έχει την προστασία των Ρώσων και δεν έχει τέλος αντίστοιχο του Καντάφι, θα είναι ευτυχής.

Η Ρωσία από την άλλη, με τη διατήρηση του Άσαντ στην επίσημη εξουσία της Συρίας και την αναδίπλωση των ΗΠΑ-ΕΕ, βρίσκεται σε καλύτερη θέση ισχύος σε διεθνές γεωστρατηγικό επίπεδο, συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια καθώς θα έχει μειωθεί η αντίστοιχη ισχύ των κύριων ανταγωνιστών της. Και ναι προτιμάει έναν, έστω και ισχυροποιημένο αλλά απρόβλεπτο, Ερντογάν από ένα ακόμα προπύργιο της Δύσης εκεί. Ίσως τον θεωρεί πιο διαχειρίσιμο από τους άλλους και όχι άδικα, μάλλον.

Οι Ε.Ε.-Η.Π.Α. φαινομενικά είναι αυτοί που χάνουν και στον ανταγωνισμό με τις άλλες δυνάμεις αλλά και σε βραχυπρόθεσμα μελλοντικά θέματα(προσφυγικό, κοιτάσματα Αν. Μεσογείου κτλ). Χρησιμοποίησαν τους Κούρδους αγωνιστές ως δυνάμεις ξηράς για να αναχαιτίσουν τον ISIS, προσδοκώντας πολιτικά οφέλη στο εσωτερικό τους (κάτι αντίστοιχο με τον τωρινό Ερντογάν) και για να ανακόψουν τις οικονομικές απώλειες από το λαθρεμπόριο πετρελαίου και την ενδεχόμενη ολοκληρωτική κατάληψη των δικών τους πηγών στο βόρειο Ιράκ. Και τώρα κρίνουν ότι η υπεράσπιση των Κούρδων είναι ασύμφορη, μπροστά στο ρίσκο μίας μαζικής σύγκρουσης και αποχωρούν, "καταδικάζοντας την τούρκικη εισβολή". Με άλλα λόγια ότι προσδοκούσαν, ή και ότι μπορούσαν να κερδίσουν, το κέρδισαν.

Αλλά ίσως υπάρχει και κάτι ακόμα πολύ μακροπρόθεσμο να κερδίσουν, ή να μην χάσουν. Η κοινωνία των Κούρδων είχε αυτο-οργανωθεί με δομές άμεσης δημοκρατίας, απόλυτη ισότητα ανεξαρτήτως θρησκείας, καταγωγής και φύλου, με μία οικονομία βασισμένη στη συλλογική και ισότιμη εκμετάλλευση των παραχθέντων αγαθών τους. Με άλλα λόγια, μία κοιτίδα κοινωνικής/οικονομικής οργάνωσης, εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή που επικρατεί στη Δύση. Μία κοιτίδα η οποία είχε γίνει πόλος έλξης για χιλιάδες Ευρωπαίους αναρχικούς και κομμουνιστές εθελοντές και η οποία είχε κερδίσει τον θαυμασμό σε σημαντικό μέρος Ευρωπαίων πολιτών και που τα μέχρι τώρα κατορθώματα της, γίνονταν εύκολα γνωστά στους πολίτες ειδικά της Ευρώπης.

Αλήθεια, πόσο θα συνέφερε, αυτούς που βρίσκονται πίσω από τον κάθε Τραμπ, Μέρκελ και Μακρόν, να ευδοκιμήσει μία τέτοια προσπάθεια; Πόσο αρνητικό αντίκτυπο θα είχε στις δικές τους Δυτικές κοινωνίες, να βλέπουν μία τέτοια κοινωνία να ευημερεί;

Προς θεού, θα ήμουν αφελής αν υποστήριζα ότι ένας τόσο πανίσχυρος μηχανισμός θα φοβόταν μία χούφτα ελεύθερων ανθρώπων. Αλλά όπως λέμε και στην Ελλάδα (που τη θυμήθηκα τώρα, όλη αυτή η ιστορία είναι ξεκάθαρη ένδειξη ανυπαρξίας, της ανεξαρτησίας άρα και της ισχύος της Ελλάδας):

"Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν."


Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Ιμάντες



Ησυχία. Όλα είναι ήρεμα τριγύρω μου. Οι τοίχοι είναι λευκοί. Μία απαλή μουσική ακούγεται από τα ηχεία. Φαντάζομαι είναι και αυτό μέρος της θεραπείας. Η ένεση που μου κάρφωσαν λίγα λεπτά νωρίτερα, υποτίθεται ότι θα έπρεπε να αρχίσει να λειτουργεί. Και εγώ να νιώθω γαλήνιος. Εναρμονισμένος με το ειρηνικό περιβάλλον μου. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει.

Προσπαθώ να κουνήσω το χέρι μου αλλά ο ιμάντας δεν μου επιτρέπει την κίνηση. Ιμάντες παντού. Στα χέρια μου, στα πόδια μου, στον κορμό μου. Μόνο στον λαιμό μου δεν έχω ιμάντες. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να πετύχω αυτό που τόσο επιθυμώ. Να ξεκινήσω να κατασπαράζω τον εαυτό μου. Το φίμωτρο δεν μου το επιτρεπει. Τον μισώ. Όχι όμως περισσότερο από τους άλλους.

Θέλω τόσο πολύ να τελειώνω. Να παύσω να είμαι. Εγώ. Και δεν μου το επιτρέπουν. Δεν μου επιτρέπουν να αρχίσω να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο έτσι ώστε να προκαλέσω κάταγμα στον αυχένα μου. Ούτε καν να ξεριζώσω τα πλευρά μου. Η δικαιολογία, είναι ότι είμαι επικίνδυνος για τον εαυτό μου.

Μα αυτό ρε μαλάκες είναι το θέμα. Θέλω να κάνω κακό στον εαυτό μου. Και δεν με αφήνετε. Θέλετε να έχετε την αποκλειστικότητα στο να με βασανίζετε, στο να τρώτε λίγο-λίγο τα απομεινάρια μου. Δεν έχω ούτε καν την ελευθερία να με βλάψω. Μόνο εσείς έχετε αυτό το δικαίωμα.

Έχετε το δικαίωμα να απαρνιέστε οποιαδήποτε έκφραση του προσώπου μου αλλά δεν μου επιτρέπετε εμένα να το λούσω με βενζίνη και να το κάψω. Μπορείτε να αδιαφορείτε για την οποιαδήποτε γκριμάτσα μου αλλά δεν με αφήνετε να πυροβολήσω την κάτω γνάθο με μία καραμπίνα των 7,5 χιλιοστών και να συντρίψω κάθε οστό του προσωπου μου.

Έχετε το δικαίωμα να απαρνιέστε το κορμί μου, αλλά θεωρείτε λάθος να προκαλέσω νευρική ανορεξία στον ίδιο μου τον οργανισμό. Όχι, πρέπει να κάθομαι και να υποφέρω την κάθε σας κριτική, την κάθε σας απόρριψη με αφορμή το λίπος που με περιβάλλει αλλά αν το κάνω εγώ τότε είναι σχιζοφρένεια και τάσεις αυτοχειρίας.

Μου επιβάλλατε τον κανόνα να είμαι σαν εσάς και ενώ τον αποδέχτηκα τώρα με απορρίπτετε διότι δεν είμαι καθ’εικόνα και ομοίωση σας. Και όταν τελικά αναλογίστηκα ότι, εντάξει, δεν θα γίνω σαν την πάρτη σας, ας την κάνω από εδώ πέρα όπως γουστάρω εγώ, μισώντας με, όπως κάνετε και εσείς, μου το στερήσατε αυτό το συμπαντικό δικαίωμα.

Πρέπει να είμαι σαν εσάς, αλλά δεν έχω το δικαίωμα να είμαι σαν εσάς. Δεν έχω το δικαίωμα να είμαι ούτε καν εγώ. Εγώ που θέλω να ξεμπερδεύω από αυτή την αγγαρεία που προσχηματικά αποκαλείτε ζωή. Και δεν με αφήνετε. Γιατί ρε καριόληδες; Γιατί δεν μου επιτρέπεται να δώσω ένα αργό τέλος σε αυτή τη θλιβερή ύπαρξη;

Από τη μία δεν μου επιτρέπετε να ζήσω, από την άλλη μου απαγορεύετε να πεθάνω. Με έχετε καταδικάσει σε μία στείρα επιβίωση. Εντάξει, το κατάλαβα, δεν είμαι σαν εσάς. Αφήστε με να διορθώσω αυτή την ανωμαλία. Τι με χρειάζεστε και με υποχρεώνετε να αναπνέω; Αλλά νομίζω ότι καταλαβαίνω. Χρειάζεστε υπανθρώπους σαν εμένα. Για να σας υπενθυμίζουν το πόσο καλά είστε μέσα στην ασφάλεια, στην υγεία και στην ομορφιά σας. Ένας αποδιοπομπαίος τράγος που θα σας υπενθυμίζει, ότι υπάρχουν και χειρότερα. Για νιώθετε εσείς καλύτερα. Είμαι το καύσιμο για τη γεννήτρια της τεχνητής σας ευτυχίας.

Προς το παρόν μου στερήσατε τη δυνατότητα να απαρνηθώ την επικριτική συμβίωση μαζί σας. Αλλά γνωρίζω ότι αυτό δεν θα διαρκέσει για πάντα. Μία μέρα θα την κάνω από εδώ, όσο και αν εσείς θέλετε να με κρατάτε με το ζόρι ζωντανό. Και τότε θα γίνω ένα με αυτά που με αποδέχτηκαν χωρίς να έχουν την παραμικρή απαίτηση. Ένα με το χώμα, τα λουλούδια, τα σκατά και τον αέρα. Ένα με τα ζώα, μέρος του κορμιού τους και της πέψης τους.

Και τότε θα είμαι ελεύθερος χωρίς να είμαι μόνος ταυτόχρονα, διότι πολύ απλά δεν θα είμαι Εγώ. Μια και το Εγώ μου, το αποφασίσατε εσείς. Όσο και αν αντιστάθηκα δεν μπόρεσα να το αλλάξω, ούτε να το κάνω σαν εσάς, ούτε να το εξαφανίσω. Αλλά κάποια μέρα, ελπίζω σύντομα, οι ιμάντες αυτοί δεν θα έχουν λόγο ύπαρξης. Δεν θα υπάρχει κάποια δύναμη να συγκρατήσουν. Δεν θα υπάρχω.

Και τότε ποιον θα έχετε να σας παρηγορεί;




Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Ένας Θεσσαλονικιός στην Αθήνα




Μεγαλώνοντας κάποιος στην Ελληνική επαρχία με την έννοια του οπουδήποτε αλλού πέρα από την πρωτεύουσα και τα περίχωρα της, τις δεκαετίες του 90’ και του 2000, θα δημιουργούσε μία ιδιόμορφη σχέση με την Αθήνα.

Η ιδιομορφία αυτή θα προερχόταν κυρίως από την τηλεόραση, με τα γεγονότα των ειδήσεων και των τηλεοπτικών σειρών να διαδραματίζονται κατά συντριπτική πλειοψηφία στην Αθήνα και θα βασιζόταν στο παράδοξο να ξέρει κάποιος σχεδόν όλες τις μεγάλες γειτονιές μίας πόλης, όλα τα σημεία αναφοράς της, αλλά να μην τα έχει δει ποτέ από κοντά.

Κάπως έτσι η Αθήνα, σε εμάς τους μη πρωτευουσιάνους, απέκτησε μία μυθική υπόσταση. Ήταν το μέρος που συνέβαιναν τα πάντα, που η ζωή της χώρας επικεντρωνόταν, που όλα τα σημαντικά γεγονότα λάμβαναν χώρα. Σύνταγμα, Ομόνοια, Εξάρχεια, Πατήσια, και τόσα άλλα μέρη που τα είχαμε ακούσει τόσες φορές, αλλά ποτέ δεν είχαμε περπατήσει. Σαν μία σχέση από απόσταση με έναν άνθρωπο, που γνωρίζεις το πρόσωπο του, τη φωνή του, τη συμπεριφορά του, αλλά ποτέ δεν τον έχεις αγγίξει, ποτέ δεν τον έχεις γευτεί.

Πριν από αυτό τον Σεπτέμβρη είχα βρεθεί δύο φορές στην Αθήνα. Τη μία φορά για ένα μεγάλο λάθος, που όμως δεν το μετανοιώνω και την δεύτερη φορά, κατά λάθος. Αμφότερες τις περιπτώσεις, είχα τεράστια έλλειψη χρόνου και χρήματος, έτσι είδα πολύ λίγα και δεν τη γνώρισα πραγματικά. Αλλά πριν ένα μήνα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αυτή τη φορά, ούτε ο χρόνος, ούτε το χρήμα θα με εμπόδιζαν να γνωρίσω και να βιώσω, όλες αυτές τις τοποθεσίες που άκουγα και έβλεπα εξ’ αποστάσεως όλα αυτά χρόνια.

Υπάρχουν δύο τρόποι να γνωρίσει κανείς την Αθήνα. Δύο είδη τουρισμών. Ο ένας είναι ο κοινότυπος, αλλά καθόλου αδιάφορος, ο πολιτισμικός ή αν προτιμάτε ο ιστορικός. Κάπως έτσι από το πρώτο μεσημέρι, βρέθηκα στην Ακρόπολη και στις γειτονιές της. Επισκεύθηκα πρώτα το μουσείο, μια και γνώριζα ότι θα είχε κλιματιστικό διότι η ζέστη έξω, για κάποιον που έχει συνηθίσει το Βορρά, ήταν αφόρητη. Το μουσείο ήταν φανταστικό, με άριστη οργάνωση στην τοποθέτηση των εκθεμάτων, τα οποία εννοείται ήταν το καθένα από μόνο του, μνημείο καλαισθησίας. Πολύ καλή εντύπωση μου έκανε και το γεγονός ότι τονίζεται η πραγματική ιστορία των μαρμάρων που βρίσκονται στο Βρετανικό μουσείο και δεν γίνεται μία απλή γλυκιά και διπλωματική αναφορά. Οι επισκέπτες, ειδικά οι μη Έλληνες, πρέπει να γνωρίζουν.

Ύστερα επισκεύθηκα την ίδια την Ακρόπολη, εκμεταλλευόμενος την απογευματινή δροσιά. Κατάφερα και ανέβηκα όλα τα σκαλοπάτια χωρίς να λαχανιάσω ιδιαίτερα, θαυμάζοντας πρώτα το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού και ύστερα βρέθηκα στην κορυφή της Ακρόπολης. Δυστυχώς δεν έχω λόγια για το αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό κάλλος που αντίκρυσα, αλλά μου έκανε αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι δεν υπήρχε σε κανένα από τα ξεχωριστά μνημεία μία στοιχειώδη πινακίδα με πληροφορίες σχετικά. Φαντάζομαι ότι όσοι συνοδεύονταν από ξεναγούς δεν είχαν πρόβλημα, αλλά εμείς οι αδέσποτοι, μέναμε με τις απορίες ή λιώναμε στο
Google.

Τις επόμενες μέρες επισκέφθηκα Θησείο, Μοναστηράκι και Πλάκα, όπου σίγουρα μου άρεσαν και προσέφεραν μία ευχάριστη αίσθηση, αλλά δεν συγκινήθηκα και ιδιαίτερα. Ιδιαίτερα αστείο είναι το γεγονός ότι όταν βρέθηκα στην Πλάκα συνειδητά, διέσχισα και το Μοναστηράκι ασυνείδητα, κάτι το οποίο διαπίστωσα την επόμενη μέρα που πήγα συνειδητά σε αυτό.

Συνοψίζοντας, πέρα από την Ακρόπολη αυτή-καθεαυτή που είναι ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς και καλό θα ήταν για κάθε άνθρωπο να την επισκεφθεί, η Αθήνα σε ιστορικό-πολιτιστικό επίπεδο δεν με ενθουσίασε. Ίσως βέβαια να είμαι αρκετά αυστηρός λόγω του γεγονότος ότι μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, της οποίας το ιστορικό κέντρο είναι μεγαλύτερο και γεμάτο με πολύ περισσότερες και διαφορετικές μεταξύ τους, ιστορικές-πολιτισμικές εκπλήξεις για αυτόν που θέλει να τις δει και να αφεθεί στη γοητεία τους.   

Πέρα όμως από αυτόν τον κοινό τουρισμό υπάρχει και ένας άλλος, ίσως πιο σημαντικός. Είναι ο ανθρώπινος. Τον οποίο είχα την ευκαιρία να τον βιώσω χάρη στους φίλους μου που με φιλοξένησαν εκεί. Κάπως έτσι, γνώρισα την πραγματική Αθήνα που πάντα ήθελα. Μπραχάμι με τις αριστερές καταβολές του, την πλατεία «Άρη Βελουχιώτη» και τον σταθμό του Μετρό «Αλέκος Παναγούλης», Άγιο Νικόλαο, μία εξ’ ορισμού γειτονιά μεταναστών, Γκύζη και Λεωφόρο Αλεξάνδρας με όλη τη γοητευτική παράνοια των δρόμων τους, Βικτώρια με τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών, τραυματισμένους αλλά ακίνδυνους, Πατησίων με τους άστεγους που μέναν στα κάθετα σε αυτή στενά, με βλέμματα πιο ειλικρινή από αυτά των θαμώνων της πλατείας Συντάγματος, την Ομόνοια που δυστυχώς ήταν περιφραγμένη με λαμαρίνες και τέλος τα Εξάρχεια, εκεί που βλέπεις να παραμένει ζωντανή η ειλικρινής ανθρώπινη δραστηριότητα μέσω των καλλιτεχνών που περιφέρονται εκεί και της αίσθησης αντίστασης σε μία κατασταλτική κυβερνητική πολιτική, που ειδικά τον τελευταίο καιρό εντείνονται αμφότερες, παράλληλα και αντίρροπα.

Και αυτή είναι η τελευταία και μάλλον σημαντικότερη εντύπωση που μου άφησε η Αθήνα. Ότι μέσα στα τσιμέντα, επιβιώνει υπό αντίξοες πολλές φορές συνθήκες, η ανθρωπιά, σε αυτές τις παρακείμενες γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, στις οποίες έχει περιθωριοποιηθεί αθέλητα διότι είναι επικίνδυνη για κάποιους και ηθελημένα για να μπορέσει να διατηρηθεί ή και να διαιωνιστεί. Ίσως να μην είναι άμεσα ορατή, αλλά σίγουρα είναι αισθητή, σε αυτόν που θέλει να την αισθανθεί. Και αυτή είναι η πραγματική γοητεία της Αθήνας και όλων των μεγαλουπόλεων, αν και η Αθήνα πιστεύω έχει ένα πλεόνασμα σε σχέση με τον μέσο όρο. Και αυτή είναι η αιτία που θέλω να την ξαναεπισκεφθώ.




Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Τριανταρίζοντας


30. Τριάντα. Τι λες τώρα; Έφτασε λοιπόν η εποχή που φαινόταν τόσο μακριά όλη την προηγούμενη ζωή μου. Ακόμα και στα 28. Και ναι προφανώς δεν αλλάζει κάτι μεταξύ 29 ετών, 364 ημερών και 30 ετών και μία μέρα. Αλλά είναι γεγονός ότι σαν λέξη ή νούμερο αποτελεί μία πολύ ισχυρή αφορμή για μία ανασκόπηση της μέχρι τώρα ζωής.

Και κάπου εκεί βγαίνουν τα πρώτα συμπεράσματα. Τι σημαίνει να είσαι τριάντα; Υποψιάζομαι ότι οι απαντήσεις διαφέρουν από άτομο σε άτομο, άρα μπορώ να μιλήσω μόνο για την πάρτη μου ή έστω με βάση την πάρτη μου. Τι σημαίνει λοιπόν να είσαι τριάντα;

Σημαίνει αρχικά την ίδια την ανασκόπηση που κάνεις. Ποτέ δεν την έκανες πιο πριν, ποτέ δεν τόλμησες να προσπαθήσεις να στιβάξεις όλες τις αναμνήσεις που σε καθόρισαν σαν άνθρωπο. Και φυσικά βλέπεις ότι κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο και θα σε ρίξει στα ψυχοφάρμακα κατά την προσπάθεια να το επιτύχεις. Σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι, ότι βρίσκεσαι σε καλό δρόμο για το δεύτερο.

Σημαίνει να είσαι αρκετά μεγάλος για να έχεις όνειρα αλλά αρκετά νέος για να μην έχεις στόχους. Αρκετά μεγάλος για να ελπίζεις αλλά και αρκετά νέος για να παύσεις να προσδοκείς.

Σημαίνει να νιώθεις αρκετά μεγάλος ώστε να γνωρίζεις ήδη τους ανθρώπους και τον εαυτό σου αλλά ταυτόχρονα να είσαι και αρκετά νέος ώστε να εκπλήσσεσαι συχνά-πυκνά και από τους άλλους αλλά και από σένα τον ίδιο.

Σημαίνει να έχεις ή να νιώθεις ότι πρέπει να έχεις μία δουλειά την οποία δεν θα σε χαλούσε να την κάνεις μέχρι τη σύνταξη σου και ταυτόχρονα να έχεις διαπιστώσει ότι δεν θα κάνεις ποτέ τη δουλειά των ονείρων σου, διότι δεν την είχες καν φανταστεί εκεί γύρω στα 18 και τη συνειδητοποίησες  λίγα μόλις χρόνια πριν. Αλλά να μην σε χαλάει ιδιαίτερα αυτό.

Σημαίνει το να έχεις καταλήξει, αν ποτέ ενδιαφέρθηκες, στον τρόπο που θα εκφράζεις τις όποιες ανησυχίες σχετικά με τη ζωή και τον κόσμο. Να μετανοιώνεις αρχικά που δεν το βρήκες ή δεν το πίστεψες τόσο νωρίτερα, αλλά να αντιλαμβάνεσαι αργότερα ότι έτσι έπρεπε να γίνει και μάλλον καλύτερα που υπήρξε όλος αυτός ο πειραματισμός.

Σημαίνει το να έχεις πετύχει να μην έχεις καμιά παραπάνω σχέση με την οικογένεια σου, πέρα από τις καθαρά οικογενειακές. Και να τρομοκρατείσαι στην ιδέα ότι κάποια στιγμή μπορεί να επιστρέψεις στο πατρικό σου, σαν μόνιμος κάτοικος του. Είσαι αρκετά μεγάλος για κήρυγμα αλλά και νιώθεις και αρκετά μικρός για να μαγειρέψεις σου μόνο σου έναν μουσακά.
Σημαίνει το να θέλεις στις διακοπές και να χαλαρώνεις αλλά και να ανακαλύπτεις νέους ανθρώπους και μέρη. Διότι είσαι αρκετά μεγάλος, άρα χρειάζεσαι το πρώτο αλλά και αρκετά νέος άρα προσδοκάς και το δεύτερο. Και τελικά στο τέλος θυμάσαι ότι είσαι αρκετά μεγάλος αλλά δεν ξεκουράστηκες αρκετά, είσαι όμως και αρκετά νέος αλλά δεν είχες αντίστοιχες εμπειρίες. Και τελικά το αποδέχεσαι, νιώθεις καλά με αυτό και γυρνάς στην εργασιακή ρουτίνα.

Σημαίνει το να είσαι αρκετά νέος έτσι ώστε να συνεχίσεις να βγαίνεις και να πίνεις το καταπέτασμα αλλά και να είσαι αρκετά μεγάλος έτσι ώστε να έχεις κάνει αιματολογικές εξετάσεις των οποίων τα αποτελέσματα στο έχουν απαγορεύσει αυτό. Έτσι καταλήγεις να κάνεις δίαιτα και αποτοξίνωση δύο ημέρες και την Τρίτη λες να πιεις ένα ποτάκι. Η συνέχεια γνωστή.

Σημαίνει όμως το να είσαι αρκετά ώριμος έτσι ώστε να ξέρεις τι και πόσο πρέπει να πιεις για να μην χάσεις τον έλεγχο. Να έχεις την κατάλληλη αυτογνωσία για να ξέρεις μέχρι που και πότε πρέπει να πειραματιστείς, έτσι ώστε να μην έχεις μετεφηβικές ιστορίες.

Σημαίνει το να μην έχεις ανάγκη την εκτίμηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων γύρω σου διότι κατάλαβες ότι και όλα τα προηγούμενα χρόνια που υποτίθεται ότι την είχες δεν μετουσιώθηκε σε κάτι χειροπιαστό ποτέ, αντίθετα διαψεύστηκε «με εκτίμηση» πάντα. Εκτός από αυτή τη μικρή μειοψηφία που ξέφυγε από τους υπόλοιπους. Και αυτοί είναι οι άνθρωποι που αγαπάς.

Σημαίνει να γνωρίζεις ότι η κοπέλα για την οποία ένιωσες ότι δυνατότερο και ότι τρυφερότερο στη ζωή σου, δεν σε έχει στο μυαλό της ούτε καν σαν μία αμελητέα ανάμνηση και δεν σε πειράζει ιδιαίτερα αυτό καθώς πλέον είσαι αρκετά μεγάλος έτσι ώστε να κρίνεις αν η όλη ιστορία ήταν μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία ή μία μεγάλη μαλακία και νιώθεις αρκετά νέος, καταλήγοντας στο δεύτερο.

Σημαίνει ότι είσαι αρκετά νέος έτσι ώστε να έχεις σύντομες περιπέτειες αλλά και αρκετά μεγάλος έτσι ώστε αν μία απο αυτές καταλήξει σε κάτι σοβαρότερο να μην έχεις πρόβλημα με αυτό. Να μην σε τρομάζει καν η ιδέα ότι αυτή η γυναίκα μπορεί να είναι η τελευταία που θα γνωρίσεις.

Σημαίνει ότι είσαι αρκετά μεγάλος έτσι ώστε να αρχίσεις να σκέφτεσαι το ενδεχόμενο της επερχόμενης ανυπαρξίας αλλά αρκετά νέος έτσι ώστε να τρομάζεις περισσότερο με την ιδέα μίας άδειας και αδιάφορης ζωής.

Σημαίνει το να είσαι αρκετά μεγάλος έτσι ώστε να μπορείς να βαδίσεις ανεξάρτητα και δυναμικά στη ζωή αλλά και αρκετά νέος ώστε να είναι βάσιμο να αναμένεις την εμπειρία όλων των ομορφιών που αυτή προσφέρει.

Το να είσαι τριάντα, σημαίνει να βρίσκεσαι στην καλύτερη εποχή της ζωής σου.

Υ.Γ. Στη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο, είναι τα δώρα που μου έκαναν οι φίλοι μου στα αντίστοιχα γενέθλια και τα θεωρώ πλήρως αντιπροσωπευτικά της τωρινής ηλικίας και προσωπικότητας μου.