«Άνδρα και γείτονα και φίλε, στη φτώχεια και την προσφυγιά, μία παγωμένη σπίθα στείλε, να σου την κάνω πυρκαγιά.»
Όταν ένας άνθρωπος μεταναστεύει, βρίσκεται σύντομα στο σημείο οπού συνειδητοποιεί ότι μέσα του κυριαρχούν δύο, φαινομενικά, αντικρουόμενα συναισθήματα. Λέω «φαινομενικά» διότι οι άνθρωποι έχουμε πολλές φορές τη λανθασμένη αντίληψη ότι το παρελθόν και το μέλλον είναι δύο θανάσιμοι εχθροί, ενώ στην πραγματικότητα είναι δύο ανταγωνιστικοί φίλοι.
Κάπως έτσι και ο μετανάστης, βρίσκεται πολλές φορές στο νοητικό μεταίχμιο της προσαρμογής με το καινούριο περιβάλλον της ζωής του και της διατήρησης της μνήμης του προηγούμενου, στο οποίο η προσωπικότητα του θεμελιώθηκε. Κάποιοι από τους μετανάστες. μη μπορώντας να διαχειριστούν και τα δύο συναισθήματα ταυτόχρονα, είτε αποκηρρύτουν τελείως το πολιτισμικό παρελθόν και πέφτουν με τα μούτρα στο αντίστοιχο μέλλον τους, μόνο και μόνο για να απογοητευτούν μια και ο παράδεισος δεν υπάρχει πουθενά, είτε επειδή δεν μπορούν να προσαρμοστούν με τα νέα δεδομένα, δεσμεύονται αρρωστημένα με την κληρονομιά τους και αρχίζουν να πιστεύουν σε πολιτισμικές ανωτερότητες, κατωτερότητες και άλλες ιστορίες για αγρίους.
Εγώ ευτυχώς ποτέ δεν βρέθηκα σε τέτοια θέση. Βρισκόμενος σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον(μόνο στην εταιρεία που δουλεύω, εργάζονται 105 διαφορετικές εθνότητες) κράτησα ασίγαστη την επιθυμία μου να γνωρίσω άλλες κουλτούρες και κυρίως εννοείται την Ολλανδική, αλλά ποτέ δεν ξέχασα και την ελληνική που κουβαλάω, γνωρίζοντας ότι αυτή, ή πτυχές αυτής, είναι που μπορεί να με εκφράσει καλύτερα, μια και αυτή φυσιολογικά με καθόρισε. Έτσι ώστε και εγώ με την προσωπικότητα μου, από το μικρό μου το μετερίζι, να δώσω κάτι, ελπίζω όμορφο, όπως τα τόσο όμορφα πράγματα που δίνουν σε μένα και οι υπόλοιποι εκπρόσωποι των διάφορων γωνιών της Γης. Και ξανατονίζω εδώ δεν υπάρχουν ιεραρχίες και κατατάξεις. Τα περισσότερα παιδιά αγαπούν τις μάνες τους, χωρίς να τις θεωρούν καλύτερες από τις άλλες και μάλιστα αναγνωρίζοντας και τα στραβά τους.
Κάπως έτσι και εγώ μετά από μία υποσυνείδητη αναζήτηση, κατέληξα σε ένα κατ’ εξοχήν υποκατάστατο, αυτής της ιδιότυπης «μητρικής στοργής» που μου έλειπε. Όχι, δεν ήταν κάποιος που φορούσε πανοπλίες, κρατούσε σπαθιά και κατακτούσε μακρινές χώρες, δεν με εκφράζουν τέτοιοι τύποι, ακόμα και αν έχω την μαζοχιστική τάση να μαθαίνω για αυτούς. Εγώ το βρήκα το υποκατάστατο στην τέχνη. Στον κινηματογράφο και κυρίως στη μουσική. Στο «Ρεμπέτικο». Όχι τόσο την ταινία αλλά κυρίως το soundtrack της, το οποίο θεωρώ έναν από τους κορυφαίους δίσκους της Ελληνικής δισκογραφίας και το οποίο εκφράζει απόλυτα την κυρίαρχη, στο γενεαλογικό μου δέντρο, προσφυγική μου καταγωγή.
Έχω πιάσει τον εαυτό μου άπειρες φορές, όπως τώρα που ο συγκάτοικος μου ξενοκοιμάται και εγώ έχω βάλει λίγο τσίπουρο-λάφυρο από την τελευταία μου επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, να «χαόνομαι» στους τόσο αρμονικούς συνδυασμούς της μουσικής του Σταύρου Ξαρχάκου και τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, ακούγοντας χωρίς διάλειμμα όλες αυτές τις μικρές όμορφες ιστορίες που διηγούνται στο δίσκο διάφοροι, κορυφαίοι μεν, όχι τόσο αναγνωρίσιμοι δε, τραγουδιστές. Από το τόσο κοινό και ταυτόχρονα αυτοβιογραφικό «Μάνα μου Ελλάς» με τους αμανέδες του συγκινητικού Νίκου Δημητράτου, στο ανατολίτικο μοιρολόι «Στης πίκρας τα ξερόνησα», έπειτα στο φτιαγμένο για να είναι «ανεβαστικό» «Έλα απόψε στου Θωμά»(σε στίχους Κώστα Φέρρη), στο αγνότερο καψουροτράγουδο όλων των εποχών «Ειρηνάκι», στο βυζαντινό «Ιμιτλερίμ», μετά στο βαρύ, λιτό και απέριττο ζεϊμπέκικο «Εμένα λόγια μη μου λες», πριν το γλυκά κωμικό «Στην Αμφιάλη» και μετά στον υπαρξιακό οργασμό που διηγείται «Το δίχτυ» με τη βαρύτονη χροιά του κοντοχωριανού μου, Τάκη Μπίνη, στο «Στη Σαλαμίνα» με τη σπαρακτική ερμηνεία του ιδίου και τελικά στην κατανυκτική τελετή που αναπτύσσεται στο «Το πρακτορείο» σε ερμηνεία του ίδιου του Ξαρχάκου.
Και ανάμεσα σε όλα αυτά, υπέροχα instrumental αποσπάσματα, μνημεία αυτοσχεδιασμού. Και ένα τραγούδι ακόμα, το οποίο επίτηδες δεν το ανέφερα ανάμεσα στα προηγούμενα αν και είναι το πιο δημοφιλές, διότι ο πολύ πρόσφατος θάνατος της ερμηνεύτριας του, Σωτηρίας Λεονάρδου, αποτέλεσε την αφορμή για το παρόν κείμενο. Το «Καίγομαι-Καίγομαι». Μπορεί να υπάρχει, κάπου στην Ανδαλουσία ή στη Σικελία ή στην Κιλικία, αλλά εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω άλλο τραγούδι που να αποτυπώνει με τόση ακρίβεια, τη γλυκόπικρη παράνοια που διακατέχει τη Μεσογειακή ψυχοσύνθεση. Όποιος έχει ταξιδέψει στη Μεσόγειο και έχει ζήσει και στον Ευρωπαϊκό Βορρά, μπορεί να καταλάβει τι εννοώ.
Και μπορεί να καταλάβει και την ανώριμη τάση που έχουν πολλοί άνδρες, μεταξύ τους δυστυχώς και εγώ, να δημιουργούν ασυναίσθητα πρότυπα, όχι προς μίμιση αλλά προς διευκόλυνση της εγκεφαλικής λειτουργίας που προσπαθεί, μάταια, να ταξινομήσει την αδιανόητη γυναικεία ομορφιά που υπάρχει στη Γη. Και πέρα από την υπέροχη φωνή της που τη δώρισε και σε άλλα τραγούδια, άλλων συνθετών όπως του Άσιμου, είναι και αυτή η εικόνα της Μαρίκας που τόσο γοητευτικά απέδωσε στην ταινία και αποτέλεσε εφόδιο του δικού μου διευκολυντικού προτύπου, στο κεφάλαιο «Ελληνική γυναικεία ομορφιά». Με αυτά τα μάτια που το φάσμα των χρωμάτων που δημιουργούνταν στην επιφάνεια τους, να θυμίζει την Ανατολή και τη λευκή επιδερμίδα που φέρνει στο νου τη Δύση.
Διότι όπως και ο δίσκος το «Ρεμπέτικο», έτσι και η ίδια η «Μαρίκα», απεικόνισαν, άθελα τους μάλλον, με περισσότερη ακρίβεια από κάθε άλλον το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία από αυτές τις χώρες που είναι τόσο ισορροπημένα μοιρασμένες, στη Δύση και στην Ανατολή.
Με ότι καλό και κακό, σημαίνει αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου