Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Και εγένετο "Ο Φύλακας Δαίμονας Μου"

Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Ήταν Παρασκευή βράδυ, κάπου ανάμεσα στις 10 και στις 11. Είχα ήδη ξαπλώσει χωρίς να νυστάζω ιδιαίτερα, διότι έπρεπε να ξυπνήσω στις τεσσεράμιση το ερχόμενο πρωί. Για να πάω στη δουλειά. Και ξαφνικά, από το πουθενά, εκεί που είχα κλειστά τα μάτια μου άρχισαν να έρχονται γράμματα. Τα οποία σχημάτιζαν λέξεις. Αυτές με τη σειρά τους σχημάτιζαν φράσεις και αυτές μετά πλοκή.

Ήταν λες και πάνω από το κρεβάτι μου σχηματίζονταν μία ασταμάτηση προβολή εικόνων και αποσπασμάτων, μία διαδικασία που ήμουν ανήμπορος να σταματήσω καθώς συνειδητά προσπαθούσα, μάταια, να κοιμηθώ. Ένα μείγμα πραγματικών και φανταστικών περιστατικών άρχισε να ομογενοποιείται μπροστά μου, αποκαλύπτοντας μου κάποιες κοινές ρίζες, γνώριμες σε μένα. Αυτές οι ρίζες ήταν ο μύθος του Φάουστ και το «Αλίμονο στους νέους», το
Fight Club και το Angel Heart και τέλος ο «Κήπος του Προφήτη», το αριστουργηματικό κόμικ του Gordon Blacksmith. Και αυτές κατέληγαν σε μία μεγαλύτερη. Τη ρίζα των ριζών. Την ατέρμονη μάχη με τον εαυτό μας.

Κάπως έτσι κατέληξα να πάω τελείως άυπνος και καταβεβλημένος στη δουλειά. Παρ’όλα αυτά ένιωθα ένα έντονο αίσθημα ικανοποίησης, διότι πλέον είχε χαραχθεί στο μυαλό μου μία ιστορία η οποία ήταν ξεκάθαρο ότι της άρμοζε κάτι περισσότερο από ένα απλό κειμενάκι στο Ζηλώτη, όπως εκφραζόμουν μέχρι τότε και μέχρι και σήμερα. Αυτή η ιδέα ήταν κομμένη και ραμμένη για να γίνει μυθιστόρημα.

«Μυθιστόρημα». Ένα γέλιο, τέκνο του φόβου, ακούστηκε μέσα στο κεφάλι μου. Αναρωτιόμουν, από που και ως που, ένας μηχανικός, προερχόμενος από οικογένεια βιοπαλαιστών, με ένα κύκλο αποτελούμενο από μηχανικούς και βιοπαλαιστές, ένας τύπος που η μόνη του λογοτεχνική τριβή γινόταν μέσω των
blog, θα έκανε την απόπειρα να γράψει ένα μυθιστόρημα; Οι δισταγμοί μου κάμφθηκαν από την ίδια την απαίτηση της ιδέας που εγκυμονούσε στο μυαλό μου, να γεννηθεί. Αποφάσισα να στηθώ απέναντι σε μία οθόνη και να αρχίσω να γράφω ότι και όπως μου κατέβει.

Με χαλαρούς ρυθμούς και με τη συντροφιά ελληνόφωνου ποιητικού χιπ-χοπ για να μου δίνει ροή(και κάπου εδώ να ευχαριστήσω δημόσια τον Ανδρέα από τους
Jolly Roger που μου επέτρεψε να συμπεριλάβω στίχους του), μέσα σε ένα χρόνο χοντρικά, η πρόχειρη εκδοχή του «Ο Φύλακας Δαίμονας Μου» είχε ολοκληρωθεί. Παρ’όλα αυτά οι δισταγμοί που προέρχονταν από το ανύπαρκτο λογοτεχνικό μου υπόβαθρο παρέμεναν και κάπου εδώ είχα την τύχη να γνωρίσω έναν Έλληνα συγγραφέα στο Αϊντχόφεν(ποιος να το ‘λεγε!) που είχε ήδη εκδόσει ένα βιβλίο και μία ποιητική συλλογή, τον Στράτο Ποντή(τσεκάρετε τον «Σκοτεινό Παράδεισο», είναι υπέροχο μυθιστόρημα), και να αρχίσει με την εμπειρία του να μου δίνει συμβουλές για τη συνέχεια.

Μία από αυτές ήταν ότι θα έπρεπε να το δώσω για επιμέλεια περιεχομένου. Ήρθα σε επαφή με μία επιμελήτρια, της παρέδωσα το έγγραφο και μετά από πραγματικά πολύ καιρό -είχε ήδη αρχίσει η πανδημία- μου το επέστρεψε με τις παρατηρήσεις της. Από αυτές κάποιες με βοήθησαν πολύ για να δομήσω καλύτερα το κείμενο, αλλά κάποιες άλλες ήταν από άστοχες μέχρι και ύποπτες ότι στην πραγματικότητα αποτελούσαν δολώματα για το εργαστήρι δημιουργικής γραφής που η ίδια έτρεχε. Αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τις χρήσιμες ενστάσεις της και να αγνοήσω τις ανεδαφικές, που δεν ήταν και λίγες.

Και ύστερα από την όποια αναπροσαρμογή κειμένου, ήρθε η ώρα της αναζήτησης του οίκου που θα αναλάμβανε την έκδοση του. Εδώ με τη βοήθεια ενός άλλου συγγραφέα, του Γιώργου Φραγκάκη(τσεκάρετε το «Φ» είναι ένα συγκλονιστικό ψυχογράφημα) τα πράγματα ήταν πιο απλά, μια και πληροφορήθηκα εγκαίρως ώστε να μην χάνεται χρόνος, ποιοι εκδοτικοί οίκοι δεν υπάρχει περίπτωση να ασχοληθούν με έναν επίδοξο συγγραφέα που δεν τον ξέρει ούτε η μανούλα του. Αυτό βοήθησε στο να περιορίσω τις επιλογές μου, να επικοινωνήσω με αυτές και τελικά να προκύψουν κάποιες προτάσεις. Όντας αρκετά άγουρος στο πως λειτουργεί η εκδοτική αγορά, αποφάσισα να συνεργαστώ με τον εκδοτικό οίκο που θα είχε την πιο ανθρώπινη και ταυτόχρονα επαγγελματική προσέγγιση απέναντι σε μένα και στο γραπτό. Και έτσι, ύστερα από επιμέλειες επί επιμελειών και φρεσκαρίσματα, το βιβλίο εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Ελκυστής και έχω τη χαρά να λέω ότι μέχρι τώρα, έχω δικαιωθεί απόλυτα για την επιλογή μου να συνεργαστώ μαζί τους.

Και έτσι φτάσαμε τελικά στο τέλος της πρώτης φάσης της ζωής του πρώτου μου βιβλίου, του πρώτου μου μυθιστορήματος. Αισθάνομαι σαν ένας γονιός που βλέπει το παιδί του να ενηλικιώνεται. Δεν θα παύσω, εννοείται, να το στηρίζω, να είμαι νοητά δίπλα του, αλλά πλέον αποκτά τη δική του υπόσταση και τη δική του πορεία, τις οποίες εγώ έχω πλέον την πολυτέλεια να παρατηρώ και να απολαμβάνω.

Και εύχομαι η εμπειρία της ανάγνωσης του «Ο Φύλακας Δαίμονας μου» να αφήσει στον αναγνώστη το ίδιο λυτρωτικό συναίσθημα που άφησε και σε μένα η συγγραφή του.




Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Ζώντας ένα χρόνο σε αναμονή

Έχει συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε αυτή η πρωτόγνωρη κατάσταση σε όλο τον πλανήτη, με τον κορωνοϊό. Που μπήκε για τα καλά στη ζωή μας. Μέσα σε αυτό τον χρόνο και στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως συνέβησαν πολλά. Το παράδοξο όμως είναι πως παρότι μεταβλήθησαν ακόμα περισσότερα, το σημαντικότερο αγαθό, η ζωή μας παρέμεινε στάσιμη, ή προχώρησε με πολύ αργά βήματα, που ακόμα και μια χελώνα θα την προσπερνούσε με άνεση.

Από τη στιγμή που ξεκίνησε αυτή η ανιαρή περιπέτεια, έχουμε όλοι σιχαθεί να ακούμε φράσεις του τύπου «κάντε λίγο καιρό υπομονή», «κρίσιμες οι επόμενες δύο βδομάδες», «πρέπει να προσέξουμε τώρα για να είμαστε μετά καλά», «έχετε ατομική ευθύνη απέναντι στην κοινωνία», «λίγο ακόμα μένει για να δούμε φως στο τούνελ» και τελικά πέρασε ένας χρόνος, βγήκαν και τα εμβόλια και αν με ρωτήσει κάποιος πόσο σίγουρος είμαι ότι αυτή θα είναι η τελευταία χρονιά που η ζωή μας βρίσκεται σε αναμονή, θα απαντήσω μονολεκτικά. Καθόλου.

Δυστυχώς αυτά που είδαμε να αλλάζουν μέσα στη χρονιά ήταν όλες οι βάσεις που είχαμε για τη ζωή μας. Κυρίως, χάσαμε το αίσθημα της ασφάλειας που είχαν κατακτήσει οι προηγούμενες γενιές. Απωλέσαμε την ασφάλεια της υγείας της δικιάς μας και των αγαπημένων μας ανθρώπων. Χάσαμε την ασφάλεια της επαγγελματικής μας ζωής, καθώς κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει τους επόμενους μήνες ή χρόνια, μετα την εποχή του κορωνοϊού. Έπειτα χάσαμε την ασφάλεια που νιώθαμε ότι ζούμε σε δημοκρατικά καθεστώτα -ειδικά στην Ελλάδα- και μπορούμε να εκφραζόμαστε ελεύθερα. Χάσαμε την ασφάλεια να κάνουμε περιπάτους, να αγκαλιάζουμε, να γνωρίζουμε ανθρώπους και να φλερτάρουμε. Υπό το φόβο όχι μόνο της ασθένειας αλλά και του γκλομπ.

Όλες αυτές οι απώλειες σε συλλογικό επίπεδο, είχαν σαν αποτέλεσμα οι ζωές των περισσότερων από εμάς να καταδικαστούν σε μία στασιμότητα. Τα πλάνα των νέων, από τους μαθητές που θέλουν να προοδεύσουν υπό το καθεστώς ενός αμφιλεγόμενου εκπαιδευτικού συστήματος, μέχρι τους φοιτητές που διψούν για να έρθει η ρημάδα η ώρα της εφαρμογής των γνώσεων τους σε επαγγελματικό περιβάλλον, μέχρι και τους νέους επαγγελματίες οι οποίοι έχουν βάλει τα βραχυπρόθεσμα πλάνα και τα μακροπρόθεσμα όνειρα σε μία ατέρμονη αναμονή. Και δεν υπάρχει πιο αντιανθρώπινη κατάσταση, ειδικά για τις νεαρές ηλικίες, από την αναμονή και την αδράνεια.

Δυστυχώς, σε μία τέτοια περίσταση σαν άτομα και σαν ανθρωπότητα δεν έχουμε πολλά περισσότερα να κάνουμε πέρα από το να μάθουμε, για το μέλλον, μια και το παρόν έχει μπει στο περιθώριο. Και αν αναλογιστούμε τις προηγούμενες σκέψεις σε αυτό το κείμενο, τότε βγαίνει ένα συμπέρασμα, νομίζω αρκετά χρήσιμο. Αυτό είναι το γεγονός πως η ατομικότητα μας επηρεάζεται καθοριστικά από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο πορευόμαστε. Και όσο και αν φαίνεται σαν ανακάλυψα την Αμερική, αν αναλογιστούμε ποιος ήταν ο κόσμος μας πριν την πανδημία θα αντιληφθούμε ότι τελικά το παραπάνω πόρισμα δεν ήταν και τόσο καθεστώς.

Καθώς ζούσαμε σε ένα κόσμο που μας προέτρεπε με βία πολλές φορές στο να υποτάσσονται προσωρινά ή παντοτινά, οι συλλογικές δράσεις και έννοιες στον βωμό των ατομικών επιδιώξεων. Ακόμα και πανανθρώπινες έννοιες όπως το δικαίωμα στην παιδεία και στην περίθαλψη. Τώρα πλέον είναι ξεκάθαρο για όλους, ακόμα και αυτούς που το απορρίπτουν διότι σκέφτονται ιδιοτελώς. Η συλλογική μας ευζωία, είτε αφορά τη δημόσια υγεία, είτε την παιδεία είτε τη δημοκρατία, είναι καθήκον και δικαίωμα όλων μας, δεν μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν με την ετυμολογική και μη έννοια του όρου. Διότι έτσι θα χάσουν το συλλογικό αντίκτυπο τους και μαζί του και την υπόσταση τους.

Αν κάτι έγινε ξεκάθαρο σε όλους μας αυτό τον ένα χρόνο που βρισκόμαστε σε αναμονή είναι ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι υγιής σε μία κοινωνία που νοσεί. Εκτός αν είναι αυτός που τη δηλητηριάζει. Και όσο πιο άρρωστη είναι μία κοινωνία τόσο πιο λίγοι είναι αυτοί που έχουν αυτό το θλιβερό προνόμιο. Το μήνυμα είναι σαφές. Αν δεν νοιαστούμε για τους γύρω μας, τότε δεν θα νοιαστεί κανείς για μας.


Πηγή εικόνας: latimes.com

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Μπάτσοι ή Αστυνομικοί;

Τα γεγονότα των πρόσφατων ημερών με την έξαρση της αστυνομικής βίας με ώθησαν στο να ανακαλέσω στη μνήμη μου ένα περιστατικό, από τα πρώτα χρόνια μου στην Ολλανδία. Ήμουν με μια παρέα, Παρασκευή ή Σάββατο βράδυ, στον κεντρικό δρόμο της όποιας νυχτερινής ζωής του Αϊντχόφεν. Είχα πιει πάρα πολύ και παρατήρησα τους ντόπιους αστυνομικούς που στεκόντουσαν εκεί κοντά πάνω στα υπερμεγεθή άλογα τους. Με το κουράγιο και τη βλακεία του σουρωμένου, πλησίασα την αστυνομικό, την ρώτησα αν μπορώ να χαϊδέψω το άλογο, μου απαντήσε θετικά με ένα χαμόγελο, χάιδεψα το άλογο, αυτό ανταπέδωσε με ένα γλείψιμο στο χέρι μου και η βραδιά συνεχίστηκε χωρίς πρόβλημα.

Την επόμενη μέρα και αφού είχε περάσει η μέθη, αντιλήφθηκα ότι αν είχα κάνει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, λογικά θα είχα φάει το ξύλο της χρονιάς μου και από τους αστυνομικούς και από το άλογο μαζί, και θα είχα καταλήξει σε κάποιο κρατητήριο. Αλλά δεν ήμουν στην Ελλάδα. Ήμουν σε μία χώρα η οποία μέχρι και σήμερα, παρότι μετανάστης, μου έχει δείξει ότι οι αστυνομικοί, είναι επιλεγμένοι και εκπαιδευμένοι ώστε να έχουν ως προτεραιότητα τη διαφύλαξη του νόμου και όχι την επιβολή της εξουσίας τους. Που σημαίνει ότι δεν θα δείρουν έναν μεθυσμένο φιλόζωο σαν την πάρτη μου, αλλά θα συλλάβουν δύο τύπους που πλακώνονται με σπασμένα μπουκάλια στη μέση του δρόμου, ή θα μαζέψουν έναν βλαμμένο που έχει βγάλει το πράμα του και το επιδεικνύει σε περαστικές κοπέλες.

Εκείνο που αναρωτήθηκα μετά από εκείνη την ανάμνηση, ήταν το γιατί δεν σφίγγομαι όταν βλέπω  αστυνομικούς στην Ολλανδία, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα πάντα όταν τους πετύχαινα τους απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι. Παρότι έχω αρκετές εμπειρίες από άσχημες και εκφοβιστικές συμπεριφορές από ‘Ελληνες μπάτσους, ήμουν σίγουρος ότι δεν πρόκειται για κάποια προσωπική φοβία μια και είναι αδιαμφισβήτητο ότι παρόμοια συναισθήματα έχουν πάρα πολλοί κάτοικοι της Ελλάδας, ντόπιοι και ξένοι, όταν βλέπουν τους τύπους με τα κράνη, τα γκλομπ και τις μπλε στολές. Για ακόμη μία φορά την απάντηση την έδωσε η επιστήμη της ιστορίας, τουλάχιστον όσον αφορά την ελληνική πλευρά.

Ας αναλογιστούμε, από την ίδρυση του το ελληνικό κράτος και η αντίστοιχη πολιτεία, πότε είχε ως προτεραιότητα τη διαφύλαξη του νόμου και την ισορροπία; Σχεδόν ποτέ, θα απαντήσουν όλοι όσοι έχουν στοιχειώδη συναίσθηση της ντόπιας πραγματικότητας. Η πραγματική προτεραιότητα των αρχόντων του τόπου, επίσημων και μη, ήταν η επιβολή της εξουσίας τους, ώστε να μπορούν να ασχολούνται ήρεμοι με τις  «εξωσχολικές» τους δραστηριότητες. Και ποιο άλλο δημόσιο όργανο πέρα από την αστυνομία μπορούσε να εξασφαλίσει αυτή την πολυπόθητη «ηρεμία» τους;

Κάπως έτσι από τις παλιές εποχές του Χωροφύλακα, μέχρι και τις σημερινές με τους ΔΙΑΣ κτλ, καλλιεργήθηκε σε αμφότερες τις πλευρές, κράτος-αστυνομία και κοινωνία, το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε αστυνομικούς που προστατεύουν τον πολίτη και διαφυλάττουν το νόμο αλλά έχουμε μπάτσους, που προστατεύουν τους λίγους ισχυρούς, ξυλοφορτώνοντας ταυτόχρονα τους πολλούς αδύναμους. Αυτό ήθελαν οι δικτατορίες του Πάγκαλου και του Μεταξά, απέναντι στους εργάτες, αυτό ήθελαν οι κατοχικές κυβερνήσεις απέναντι στους Αντιστασιακούς, αυτό ήθελαν οι ψευτοδημοκρατικές κυβερνήσεις, απέναντι στους κομμουνιστές, αυτό ήθελε και η επταετής Χούντα, απέναντι σε κάθε λογής δημοκράτη.

Δυστυχώς όμως, το κακό δεν σταμάτησε με τον ερχομό της Μεταπολίτευσης. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν, είτε Νέα Δημοκρατία, είτε ΠΑΣΟΚ, είτε ΣΥΡΙΖΑ που υποτίθεται θα αφόπλιζε τα ΜΑΤ, έκαναν από ελάχιστα έως τίποτα για να σταματήσει η διαιώνιση αυτής της άρρωστης και αντικοινωνικής νοοτροπίας, γνωρίζοντας ότι είχαν να κάνουν με μία διεφθαρμένη άρχουσα τάξη και έναν φτωχοποιημένο λαό. Με αποκορύφωμα την τωρινή κυβέρνηση που έχει προσλάβει χιλιάδες αστυνομικούς, για την τήρηση της πολυπόθητης «τάξης», με αμφιλεγόμενα κριτήρια και σκοπό. Και αυτό αποδεικνύεται από τα «ανδραγαθήματα» συγκεκριμένων τμημάτων της ΕΛΑΣ, ΔΙΑΣ-ΔΡΑΣΗ-ΜΑΤ, που ούτε έχουν τελειώσει κάποια στοιχειώδη σχολή, έχουν μηδαμινή εκπαίδευση, ενώ υπάρχει και έντονη φημολογία για διαδεδομένη χρήση ναρκωτικών και αναβολικών στις τάξεις τους, με ότι επίδραση μπορεί να έχουν αυτά στις αντιδράσεις τους σε στιγμές έντασης. Ιδανικά προσόντα για εργαλεία καταστολής.

Αν θέλουμε κάποια στιγμή στην Ελλάδα, να παύσουμε να έχουμε μπάτσους και να αποκτήσουμε αστυνομικούς, πρέπει η κοινωνία να πιέσει την Πολιτεία να εξυγιάνει αυτά τα σώματα και να επαναπρογραμματίσει την νοοτροπία ολόκληρης της ΕΛΑΣ. Να δώσει στην Κυβέρνηση να καταλάβει ότι καταστολή και μακροημέρευση στα υπουργικά γραφεία, είναι δύο έννοιες που δεν συμβαδίζουν. Μία πίεση που όντως παρατηρώ να συμβαίνει τις τελευταίες μέρες και μάλιστα να επεκτείνεται πέρα από τους παραδοσιακά αντιδραστικούς χώρους της Αριστεράς και της Αναρχίας. Και αυτό είναι ένα μικρό θετικό σημάδι στην γενικότερη ζοφερή ατμόσφαιρα.


Υ.Γ. Φυσικά, η Ελλάδα δεν έχει την αποκλειστικότητα στο να έχει μπάτσους και όχι αστυνομικούς. Τα ίδια βλέπουμε στις ΗΠΑ, στην Ισπανία και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Και εκεί, η δική τους Ιστορία, δίνει τις απαντήσεις.



Πηγή εικόνας: Η Εφημερίδα των Συντακτών

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

"Γιατί ασχολείσαι ακόμα με την Ελλάδα;"

Έχουν περάσει γύρω στα τεσσεράμισι χρόνια από τη στιγμή που μετανάστευσα από την Ελλάδα στις Κάτω Χώρες. Χρόνια με όμορφες και άσχημες στιγμές, το αποτέλεσμα των οποίων οδήγησε στο σήμερα, όπου έχω την τύχη να απολαμβάνω μία ήρεμη ζωή, με ένα αίσθημα ασφάλειας στον επαγγελματικό μου χώρο και όχι μόνο, με άφθονο ελεύθερο χρόνο, χωρίς να αγχώνομαι για το μέλλον και αν θα έχω τη δυνατότητα να πληρώσω το νοίκι και τους λογαριασμούς μου και έχοντας την πολυτέλεια -κορωνοϊού επιτρέποντος- να οργανώνω και ένα ταξίδι μέσα στη χρονιά για να γνωρίζω νέους τόπους και πολιτισμούς.

Παρ’όλα αυτά μέσα σε αυτά τα χρόνια και ειδικότερα τον τελευταίο καιρό βρίσκομαι αντιμέτωπος συχνά με ένα ερώτημα, ασκούμενο και από άλλους αλλά κυρίως από τον εαυτό μου. Ένα ερώτημα που αποτελείται από υποερωτήματα αλλά ελαφρύτερα και άλλα σοβαρότερα όπως, γιατί παρακολουθώ ελληνικό ποδόσφαιρο; Γιατί γράφω στα ελληνικά; Γιατί ασχολούμαι με την επικαιρότητα, την πολιτική και κυρίως με την ελληνική κοινωνία; Και όλα αυτά τα υποερωτήματα καταλήγουν σε ένα μεγάλο:

«Γιατί ασχολείσαι ακόμα με τη Ελλάδα;»

Γιατί ασχολείσαι με μία κοινωνία υποβαθμισμένη όχι μόνο οικονομικά, αλλά και διανοητικά, που μέχρι πριν λίγο καιρό είχε τους Νεοναζί μέσα στη βουλή, και τώρα κάποιους από αυτούς έξω από τη φυλακή; Γιατί ασχολείσαι με ένα κράτος, που η αστυνομοκρατία αυξάνεται και πιέζει ασφυκτικά τους πολίτες της, ενώ προσφατα άρχισαν και τα περιστατικά λογοκρισίας στα εγχώρια κοινωνικά δίκτυα; Γιατί ασχολείσαι με μία «Δημοκρατία» που καταστρατηγεί τους νόμους που η ίδια ψήφισε, εις βάρος των κρατουμένων με κίνδυνο να υπάρξει νεκρός απεργός πείνας; Τέλος γιατί ασχολείσαι με έναν λαό του οποίου η πλειοψηφία, επικροτεί -ή μένει αδρανής μπροστά σε- όλα τα παραπάνω και πόσα ακόμα φαιδρά που δεν ανέφερα;

Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο μυαλό, είναι ότι ακόμα οι πιο αγαπημένοι μου άνθρωποι μένουν εκεί. Όχι όμως δεν ισχύει αυτό. Δεν είναι οι οποιεσδήποτε προσωπικές μου σχέσεις με κάποιους κατοίκους αυτής της προβληματικής συνολικά κοινωνίας. Μία άλλη απάντηση είναι διότι διακατέχομαι από κάποιον πατριωτισμό, αλλά και αυτή δεν ισχύει στην περίπτωση μου. Ο μόνος πατριωτισμός που με διακατέχει είναι μία μορφή ρομαντικού τοπικισμού για την πραγματική πατρίδα μου, τη Θεσσαλονίκη, η οποία είναι η πόλη που μεγάλωσα και γαλουχήθηκα και ευτυχώς ή δυστυχώς για την ίδια, είναι μέρος της Ελλάδας.

Η πραγματική απάντηση βρίσκεται κρυμμένη στο τέλος της προ-προηγούμενης παράγραφου. Διότι μπορεί να υπάρχει η πλειοψηφία η οποία συντηρεί και πολλές φορές ενισχύει τη γενικότερη αρρώστια αυτής της χώρας, αλλά υπάρχει και μία μειοψηφία στη χώρα αυτή, η οποία αντιστέκεται. Μία μειοψηφία που δίνει την απάντηση στο εύλογο ερώτημα που προκύπτει, «πως γίνεται αυτή η χώρα να υπάρχει ακόμα;». Μία μειοψηφία που για κάθε δέκα σιχαμερά ή τραγελαφικά γεγονότα δημιουργεί και προβάλλει ένα όμορφο. Μία χούφτα ανθρώπων οι οποίοι με τη στάση ζωής τους, τις ιδέες τους και τις πράξεις τους, έστω και με πολλές ενδιάμεσες προσωρινές ήττες, πετυχαίνουν μακροπρόθεσμες και θεμελιώδεις νίκες.

Διότι αυτής της μειοψηφίας αισθάνομαι ότι αποτελώ μέρος, μια και χάρη σε αυτή ήρθα σε επαφή και ακόμα εμπνέομαι από τους αγώνες του ΕΑΜ και των Ζηλωτών για έναν καλύτερο κόσμο, χάρη σε αυτή ακόμα συγκινούμαι από τις μελωδίες του Χατζιδάκι και του Παπάζογλου, χάρη σε αυτή ψυχαγωγούμαι από τις ταινίες του Βέγγου και τους στοχασμούς του Καζαντζάκη, χάρη σε αυτή και όλα τα ποιήματα της, πνευματικά και υλικά, γλυκαίνω την ύπαρξη μου ακόμα και αυτή τη στιγμή.

Δεν θα γινόταν διαφορετικά λοιπόν, από το να νιώθω ένα καλοδεχούμενο χρέος και καθήκον ώστε να απευθύνομαι σε αυτή τη μειοψηφία και να κάνω ότι μπορώ για να την προστατέψω από το μικρό μου μετερίζι. Και ίσως και να την ενισχύσω. Από εκεί και πέρα και ανεξάρτητα από τις προσωπικές μου ευθύνες, υπαρκτές ή μη απέναντι της, πιστεύω ακράδαντα ότι μόνο αυτή η μειοψηφία μπορεί να σταματήσει αυτή την αργή και σταδιακή αυτοκτονία που διαπράττει η Ελλάδα. Κανείς άλλος. Αν χαθεί η μειοψηφία αυτή, αν συντριβεί, όπως συνειδητά ή μη, επιδιώκει η πλειοψηφία της χώρας αυτής, τότε μαζί της θα πεθάνει και η Ελλάδα σαν έννοια αρχικά, σαν χώρα έπειτα. Οριστικά.



Πηγή εικόνας: TheToc

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

Αυτό είναι το μήνυμα που θέλει να δώσει η Δημοκρατία;

Άρχισα να έχω τις πρώτες μου επαφές με την πολιτική θεώρηση των πραγμάτων γύρω στη μέση προς ύστερη εφηβεία. Έχοντας ερεθίσματα από την οικογένεια μου και κυρίως από την ίδια μου τη ζωή, ανήκοντας ακόμα και σαν ενήλικος σε αυτό που οι αγγλόφωνοι θα αποκαλούσαν «low-class», οι ελληνόφωνοι «μικρομεσσαίους» και οι μαρξιστές «προλεταριάτο» ή έστω «εργατική τάξη».

Μέσα σε αυτά τα χρόνια, εμπνεόμενος από το κοινωνικό παρόν που βίωνα, μελέτησα αρκετά το παρελθόν, των αγώνων που έχουν συντελεστεί στην Ελλάδα και στον πλανήτη γενικότερα, για ένα δικαιότερο κόσμο και ενάντια σε αυτούς που τον επιβουλεύονταν. Κάπως έτσι ήρθα σε επαφή με το ΕΑΜ, τον Τσε Γκεβάρα και τον Φιντέλ Κάστρο, τους Ζαπατίστας κτλ.

Καθ΄όλη αυτή τη διαδικασία, συνέχεια γεννιόντουσαν ερωτήματα και λίγο αργότερα δινόντουσαν απαντήσεις με αποτέλεσμα να χτίζω σιγά-σιγά την πολιτική μου κοσμοθεωρία. Μία διαδικασία που δεν τελειώνει, συνεχίζεται και τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές και λογικά δεν θα τελειώσει όσο θα έχω ακόμα τα μυαλά στο κεφάλι μου, ειδικά από τη στιγμή που κάπου στις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής μου άρχισα να επηρεάζομαι βαθύτατα από τα διάφορα ανθρωπιστικά κινήματα και θεωρίες, βρισκόμενος από τότε να προσπαθώ να ισορροπώ συνεχώς στη λεπτή γραμμή κοινωνικών διεκδικήσεων και ανθρωπιστικών αξιών.

Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα που μου είχαν γεννηθεί, με αφορμή και τη δράση της 17 Νοέμβρη, ήταν το πότε τελικά αρμόζει στη λαϊκή αντίδραση, πότε αποτελεί δίκαια συνέχεια της ο ένοπλος αγώνας. Η απάντηση που δίνω αυτή τη στιγμή -μια και όπως προανέφερα αυτές είναι σκέψεις που η τριβή τους δεν σταματάει ποτέ-  είναι ότι στον σύχρονο κόσμο, οι αγωνιστές δικαιούνται να παίρνουν τα όπλα όταν οποιαδήποτε άλλη ειρηνική διέξοδος έχει απαγορευθεί από την εκάστοτε εξουσια. Όταν καταπατάται η ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Συγκεκριμένα όταν η προηγούμενη πρόταση γίνεται επίσημο καθεστώς, για παράδειγμα η περίοδος της Χούντας.

Ως εκ τούτου, δεν υποστηρίζω τη πρότερη δράση της 17 Νοέμβρη, όχι γιατί απορρίπτω τη βία ολοκληρωτικά ως έννοια, ούτε γιατί πιστεύω ότι ένας τύπος όπως ο Μάλλιος διατηρούσε τα ανθρώπινα δικαιώματα του. Αλλά αντιλαμβάνεται νομίζω ο καθένας, ότι η ένοπλη βία αποτελεί μία απόλυτη αντίδραση και έτσι αρμόζει η χρήση της μόνο όταν τίθεται μία απόλυτη δράση. Για να το πω πιο απλά, καμιά βία, κανένας ένοπλος αγώνας δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας ψηφίζουν με τελείως λανθασμένα κριτήρια, πολλές φορές ενάντια στην ίδια την κοινωνία που ανήκουν, κατά την ταπεινή μου άποψη.

Αν θέλουμε να σταματήσουν οι αστικές δημοκρατίες να διαψεύδουν τον εαυτό τους όπως έγινε χθες στο ΑΠΘ, θα πρέπει μέσω μίας ειρηνικής ρητορικής και της αντίστοιχης ψήφου τους, να μάθουν οι πολίτες τους να ελέγχουν τους αντιπροσώπους τους. Διότι κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια εντείνεται όλο και περισσότερο η τάση να διαψεύδονται όλα τα προνόμια που ευαγγελίζονται οι σύγχρονες δημοκρατίες ότι παρέχουν στις κοινωνίες που διευθύνουν. Και ένα από αυτά και μάλιστα από τα βασικότερα, είναι η ίση αντιμετώπιση του νόμου απέναντι σε όλους όσους δραστηριοποιούνται στις κοινωνίες αυτές.

Κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στην περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα, ο οποίος σε αντίθεση με τον ψηφισμένο νόμο του Δεκέμβρη του 2020 ο οποίος διατάζει τη μεταφορά ενός κρατούμενου για εγκλήματα τρομοκρατίας που εκτίει την ποινή του σε αγροτικές φυλακές να επιστρέφει στο προηγούμενο σωφρονιστικό κατάστημα(Κορυδαλλός) μεταφέρθηκε υπό σκιώδεις συνθήκες στις φυλακές Δομοκού. Και όλα αυτά ενώ δεν υπάρχει το παραμικρό μελανό σημείο στη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια του σοφρωνισμού του.

Ναι, ο Κουφοντίνας ορθώς συνελήφθη, ορθώς καταδικάστηκε, δικαίωμα του να μην νιώσει μεταμέλεια, έδωσε έναν πόλεμο και αποδέχτηκε την τελική ήττα του. Το να καταπατάται όμως ο νόμος που η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία θέσπισε, μόνο και μόνο για να δώσει ένα μήνυμα, στις μελλοντικές κοινωνικές αντιδράσεις, δεν έχει άλλο αποτέλεσμα από το να δικαιώνει τον Κουφοντίνα και τον κάθε Κουφοντίνα, που θεώρησε ότι με ειρηνικά και νόμιμα μέσα δεν μπορεί να επιτύχει τίποτα από τις κοινωνικές επιδιώξεις του και έτσι στράφηκε στα όπλα. Ο θάνατος ενός κρατουμένου εξαιτίας μη εφαρμογής του νόμου στην περίπτωση του, θα είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει ένα ποτήρι ασφυκτικά γεμάτο από παραβίασεις του νόμου από τους ίδιους τους νομοθέτες, μία κατάσταση επαναλαμβανόμενη τους τελευταίους μήνες.

Διότι όταν ο νόμος εφαρμόζεται επιλεκτικά, όταν η κατάχρηση ή η μη χρήση του επιβαρύνει τους αδύναμους μίας δημοκρατίας όπως είναι -αναγνωρισμένοι ως έτσι- οι κρατούμενοι και ενισχύει τον ισχυρό, όπως είναι το κράτος, όταν όλο αυτό φτάνει μέχρι τον θάνατο ενός ατόμου, τότε οποιαδήποτε άλλη στιγμή που θα επαναληφθεί μία τέτοια κατάχρηση εξουσίας, τι μέσα θα έχει ο εκάστοτε αδύναμος να ακουστεί; Όταν οι νόμοι δεν διέπουν μία δημοκρατία, ούτε σε καταστάσεις ζωής ή θανάτου, τότε τι άλλα διαθέσιμα μέσα αντίδρασης υπάρχουν; 

Αυτό το μήνυμα θέλει πραγματικά να δώσει η Ελληνική Δημοκρατία στους πολίτες της;


Πηγή εικόνας: Το Βήμα

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

Το σεξ ως σύμβολο εξουσίας και ισχύος

«Everything is about sex. Except sex. Sex is about power», είχε δηλώσει ο Frank Underwood, κατά κόσμον Kevin Spacey, στη δημοφιλή σειρά House of Cards πριν κάποια χρόνια. Κάτι που αν κρίνουμε από τις μετέπειτα αποκαλύψεις σχετικά με τον ηθοποιό και τον δικαιολογημένο διασυρμό του που ακολούθησε, μάλλον είχε μελετήσει αρκετά καλά και είχε εφαρμόσει στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή, την παραπάνω φράση.

Αν και η αλήθεια είναι ότι δυστυχώς δεν είχε άδικο. Ειδικά απέναντι στους άντρες, ένα από τα μεγαλύτερα κίνητρα που τους παρουσιάζονται έμμεσα, για να αναρριχηθούν στην ανθρώπινη τροφική αλυσίδα είναι το γεγονός ότι όταν πετύχουν θα μπορούν να πηδάνε όποια και όποιον θέλουνε. Είτε νόμιμα είτε παράνομα. Είτε ηθικά, είτε ανήθικα. Η θέση τους στον βαθμολογικό πίνακα του κοινωνικού τους χώρου, είναι η βάση και η προέκταση ταυτόχρονα, του πέους τους και του «ανδρισμού» τους.

Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Από την αυγή του πολιτισμού οι ανθρώπινες κοινωνίες άρχισαν να εξελλίσονται γύρω από τις ανάγκες τους, συλλογικές και ατομικές. Η στέγη, η συλλογή τροφής, οι γιορτές, οι γάμοι και οι κηδείες ήταν αποτελέσματα όλων αυτών των ζυμώσεων. Μαζί τους όμως δυστυχώς ήρθαν και οι ιεραρχίες στις κοινωνίες αυτές, οι διαβαθμίσεις ανάμεσα σε περισσότερο και λιγότερο άξια μέλη τους και μαζί τους προέκυψαν και οι εξουσιαστικές σχέσεις.

Όποιος κατείχε ανώτερη θέση σε αυτή την κοινωνία, είχε και πρόσβαση, προνόμιο, σε καλύτερη και περισσότερη τροφή, σε μεγαλύτερη στέγη, σε ποιο ξεκούραστο επάγγελμα. Και σε καλύτερο πλασάρισμα στη διαδικασία της αναπαραγωγής, το σεξ, είτε αυτό σήμαινε ελκυστικότερο σύντροφο είτε, δυστυχώς ξανά, και επιβολή των βιολογικών τους αναγκών σε χαμηλότερες τάξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι βάσει άγραφων νόμων, ο γαιοκτήμονας είχε το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να βιάσει μία σκλάβα. Ούτε ότι οι πρώτες πράξεις που λάμβαναν χώρα μετά την κατάληψη μίας πολης ήταν ο βιασμός των ντόπιων γυναικών. Και αντρών ενίοτε. Πλέον είχε καθιερωθεί. Το σεξ ήταν μέσο και σύμβολο επιβολής εξουσίας.

Διαβάζοντας κάποιος την προηγούμενη παράγραφο θα αναρωτηθεί, γιατί τελικά δεν καταντήσαμε εν έτει 2021, ένας «πολιτισμός» βιαστών. Αυτό συνέβη διότι σαν είδος συνολικά δεν είμαστε και τόσο χυδαίοι, όχι όλοι μας τουλάχιστον. Πάντα, υπήρχε μία ισχυρή μειοψηφία η οποία δεν έψαχνε δικαιολογίες για να εφαρμόσει την απαθρωπιά και έτσι δεν την εξασκούσε. Η ίδια αυτή μειοψηφία ανέπτυξε κοινωνικά κινήματα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως ο φεμινισμός, φιλοσοφικές θεωρήσεις που εξέλιξαν τον άνθρωπο ατομικά και συλλογικά, καθώς και μεθόδους καλλιέργειας της ψυχής, όπως είναι οι διάφορες τέχνες που μας ψυχαγωγούν.

Δυστυχώς όμως, δεν έχουν επικρατήσει ακόμα και σήμερα παρότι έστω και με αργά βήματα, έστω και με πισωγυρίσματα, κερδίζουν έδαφος απέναντι στις εκάστοτε κτηνωδίες. Ο λόγος που ακόμα δεν έχουν γίνει ουσιαστικό κατεστημένο και όχι απλά νομικό, είναι διότι σε κοινωνικο-οικονομκό επίπεδο, διατηρούμε εξουσιαστικές σχέσεις. Ακόμα και τώρα υπάρχουν ιεραρχίες παντού γύρω μας και αυτοί που φαντάζουν ανώτεροι σε αυτές, προσπαθούν να επωφεληθούν -πάλι- από αυτές και μέσω του σεξ. Κάπως έτσι καταλήξαμε στο να δηλώνουν πολλοί σχετικά με τις πρόσφατες καταγγελίες ότι ήταν άγραφος κανόνας, το να πρέπει ένας νεαρός ηθοποιός να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές επιθυμίες του κάθε θιασάρχη, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή, όπως και το οποιοδήποτε αφεντικό να νιώθει ότι αν θέλει μπορεί να παρενοχλήσει τον υπάλληλο του. Κάπως έτσι καταλήξαμε και στο «άντε μωρή βρωμιάρα, που θες και ρόλο».

Φυσικά όλο αυτό το άρρωστο πλαίσιο που επιβιώνει μέχρι και τις μέρες μας σε πάρα πολλούς χώρους, δεν δικαιολογεί τις πράξεις νοσηρών ατόμων σαν αυτές που καταγγέλονται πρόσφατα. Το αντίθετο μάλιστα, επειδή οι καταγγελίες αυτές διαδραματίζονται στον χώρο της τέχνης, είναι ακόμα μεγαλύτερη η χυδαιότητα τους, μια και ως καλλιτέχνες έχουν την πρόσβαση σε ανώτερες διδαχές που έχουν επιβιώσει μέσα στους αιώνες (π.χ. η Αντιγόνη του Σοφοκλή) αλλά και το καθήκον να ωθούν την ανθρωπότητα μπροστά και όχι να συντηρούν τις παθογένειες που έχουν τις ρίζες τους σε περασμένους αιώνες που έχουν φύγει ανεπιστρεπτί.

Αλλά αν θέλουμε κάποια στιγμή σαν κοινωνίες, να απεμπλακούμε οριστικά από νοοτροπίες που εκφυλίζουν μία από τις πιο όμορφες έννοιες της ζωής μας, τον έρωτα, και την ενσάρκωση του, το σεξ, θα πρέπει όλοι μαζί να απαιτήσουμε οι εξουσιαστικές σχέσεις οποιουδήποτε τύπου να περιοριστούν, με απώτερο στόχο τελικά να εκμηδενιστούν. Το ελληνικό θέατρο, ανασύροντας τις αρχέγονες ιδιότητες του, έκανε την αρχή υπενθυμίζοντας μας την φωτεινή φύση του και κάνοντας μας να ελπίζουμε ότι το φως αυτό θα αποτελέσει οδηγό και για τους άλλους χώρους που δραστηριοποιούνται οι άνθρωποι.




Πηγή εικόνας: Pinterest

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

Εμπρός (ή) Πίσω

Μέσα στον πανικό που γίνεται τις τελευταίες μέρες με πολύ σοβαρές καταγγελίες για τον χώρο του θεάματος, κάνουν την εμφάνιση τους και άλλες ειδήσεις οι οποίες μπορεί σε αρκετούς να φαίνονται δευτερεύουσες. Αυτές έχουν να κάνουν με κυβερνητικές αποφάσεις σχετικά με δύο τομείς της κοινωνίας μας, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μελλοντική πρόοδο της. Την Παιδεία και την Τέχνη.

Στον τομέα της παιδείας, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας. Μετά τη διεθνή ξεφτίλα που αναγκάστηκε ολόκληρη Οξφόρδη να δηλώσει επίσημα ότι «ξέρετε, εμείς δεν έχουμε αστυνομία στο ίδρυμα μας» είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η δημιουργία του συγκεκριμένου σώματος έχει δύο στόχους. Έναν πρακτικό και ένα συμβολικό. Ο πρακτικός είναι η πατροπαράδοτη νεοελληνική τακτική του βολέματος, διότι γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ποιοι θα απαρτίζουν την πανεπιστημιακή αστυνομία, αν τελικά αυτή υπάρξει. Ο  συμβολικός είναι να δώσουν ένα χτύπημα στον κοινωνικό χώρο, που παραδοσιακά διεκδικεί κάτι καλύτερο για το μέλλον.

Ίσως σε μία ιδεατή χώρα, με μία ιδεατή κυβέρνηση και μία ιδεατή αστυνομία το μέτρο της πανεπιστημιακής αστυνομίας να μην είχε τόσο αρνητικό αντίκτυπο στη διάδοση των ιδεών που υπάρχουν, όσο αυτό που θα έχει με την παρούσα χώρα, την παρούσα κυβέρνηση και την παρούσα αστυνομία. Η εγκληματικότητα όμως που όντως υπάρχει και σε κάποια πανεπιστήμια δεν θα παταχθεί χτυπώντας τους φοιτητές αλλά συλλαμβάντας τους εγκληματίες. Αυτούς που πολλές φορές περπατάνε δίπλα από αστυνομικούς προτού μπούνε στα πανεπιστήμια, όπως έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια στη Θεσσαλονίκη.

Ο άλλος τομέας που αποτελεί υπό στόχευση, είναι η Τέχνη. Η χώρα μας έχει τεράστια παράδοση στο αποκαλούμενο κοινωνικό τραγούδι, που σατυρίζει και επικρίνει τα αντίστοιχα κακώς κείμενα. Η κυβέρνηση λοιπόν ψηφίζει σήμερα ένα νόμο, ο οποίος θα διώκει τα έργα τέχνης του οπτικοακουστικού τομέα τα οποία θα μπορούν να παροτρύνουν τους ανθρώπους να προβούν σε ανατρεπτικές πράξεις. Ένας ξεκάθαρος νόμος λογοκρισίας λοιπόν, μια και ο καθένας μπορεί να φανταστεί τα κριτήρια του πότε κάτι θα χαρακτηρίζεται «τρομοκρατικό» και «επικίνδυνο». Και εννοείται πως αντίστοιχους νόμους έχουμε να δούμε από την εποχή της Χούντας.

Είναι ξεκάθαρο ότι και οι δύο προαναφερόμενες στοχεύσεις αποτελούν μέρος της τακτκής, «των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν». Βρισκόμαστε προ των πυλών της «λυπητερής» για την αδιανόητη ζημιά που έχει προκληθεί στην παγκόσμια (και άρα και στην Ελληνική) οικονομία. Και τον λογαριασμό αυτόν πρέπει να τον πληρώσουν οι λαοί, όπως παραδοσιακά γίνεται. Έτσι, η τωρινή κυβέρνηση αφού πέτυχε τον απόλυτο έλεγχο των δημοφιλών τηλεοπτικών και έντυπων ΜΜΕ, ώστε να ελέγχει το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας μας το οποίο χορταίνει με κιτς πατριωτισμό, θρησκοληψία και ρουσφέτια, προσπαθεί τώρα με τον περιορισμό της διάδοσης των ιδεών που λαμβάνει χώρα στην Τέχνη και στην Παιδεία, να πετύχει τον μεγαλύτερο στόχο της. Τον εκλεγμένο και άρα ξεπλυμένο ολοκληρωτισμό, παραδειγματιζόμενοι από τύπους σαν τον Ορμπάν και τον Ερντογάν.

Όμως οι κοινωνίες και η πρόοδος τους, δεν καθορίζονται αποκλειστικά από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Και αυτό παρατηρείται τώρα, που ενώ έχουμε μία πολιτική ηγεσία που σπρώχνει την χώρα προς το παρελθόν, παράλληλα γιγαντώνεται ένα κίνημα, πείτε το και «ελληνικό #
metoo», το οποίο με τις καταγγελίες για τις διάφορες κακοποιητικές συμπεριφορές, ωθεί την κοινωνία μας προς ένα καλύτερο μέλλον. Δεν είναι πρωτόγνωρο, είναι χαρακτηριστικό όλων των κοινωνιών να παρακινούνται από αντίρροπες δυνάμεις. Αλλά είναι γεγονός ότι την παρούσα στιγμή βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μεταίχμιο. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να διαλέξουμε μέσω της καλλιέργειας και της έκφρασης μας, σε ποια από τις δύο κατευθύνσεις θα κινηθούμε. Εμπρός ή πίσω. Στο παρελθόν ή στο μέλλον.




Πηγή εικόνας: Σπούτνικ Magazine